Είκοσι εταιρείες είναι υπεύθυνες για την παραγωγή του 55% των πλαστικών απορριμμάτων από συσκευασίες μίας χρήσης, δημιουργώντας μια μεγάλη καταστροφή και τροφοδοτώντας την κλιματική κρίση, σύμφωνα με νέα έκθεση.
Πρόκειται τόσο για πολυεθνικές όσο και για κρατικές εταιρείες, μεταξύ των οποίων κολοσσοί πετρελαίου, φυσικού αερίου και χημικών, αναφέρει η σχετική ανάλυση για την οποία συνεργάστηκαν οι Ίδρυμα Minderoo, το Ινστιτούτο Περιβάλλοντος της Στοκχόλμης, το London School of Economics και το Wood Mackenzie.
Όπως σημειώνει ο Guardian, για πρώτη φορά αποκαλύπτονται οι εταιρείες που παράγουν τα πολυμερή που γίνονται πλαστικά απορρίμματα από μάσκες προσώπου έως πλαστικές σακούλες και μπουκάλια, τα οποία στο τέλος της σύντομης ζωής τους μολύνουν τους ωκεανούς, καίγονται ή πετιούνται σε χωματερές.
Αποκαλύπτεται επίσης ότι η Αυστραλία βρίσκεται στις υψηλότερες θέσεις για την παραγωγή πλαστικών σκουπιδιών μίας χρήσης κατά κεφαλήν, μπροστά από τις ΗΠΑ, τη Νότια Κορέα και τη Βρετανία.
«Πρωτιά» για την ExxonMobil
Ο κολοσσός της ExxonMobil είναι ο μεγαλύτερος ρυπαίνων στον κόσμο, βάζοντας 5,9 εκατομμύρια τόνους στο παγκόσμιο βουνό των αποβλήτων, σύμφωνα με την ανάλυση.
Η μεγαλύτερη εταιρεία χημικών στον κόσμο, η Dow που εδρεύει στις ΗΠΑ, δημιούργησε 5,5 εκατομμύρια τόνους πλαστικών απορριμμάτων, ενώ η εταιρεία πετρελαίου και φυσικού αερίου της Κίνας, Sinopec, 5,3 εκατομμύρια τόνους. Οι υπόλοιπες είναι οι εξής:
- Indorama Ventures
- Saudi Aramco
- PetroChina
- LyondellBasell
- Reliance Industries
- Braskem
- Alpek SA
- Borealis
- Lotte Chemical
- INEOS
- Total
- Jiangsu Hailun Petrochemical
- Far Eastern New Centure
- Formosa Plastics
- China Energy Investment
- China Resources
- PTT
Χρηματοδοτούνται από μεγάλες τράπεζες
Έντεκα από τις εταιρείες εδρεύουν στην Ασία, τέσσερις στην Ευρώπη, τρεις στη Βόρεια Αμερική, μία στη Λατινική Αμερική και μία στη Μέση Ανατολή. Η παραγωγή πλαστικών τους χρηματοδοτείται από μεγάλες τράπεζες, μεταξύ των οποίων οι Barclays, HSBC, Bank of America, Citigroup και JPMorgan Chase.
Το τεράστιο αποτύπωμα των 20 «κορυφαίων» στη λίστα εταιρειών ανέρχεται σε περισσότερο από το μισό των 130 εκατομ. μετρικών τόνους πλαστικού μιας χρήσης που πετάχτηκαν το 2019, λέει η ανάλυση.
Τα πλαστικά μίας χρήσης παράγονται σχεδόν αποκλειστικά από ορυκτά καύσιμα και επειδή είναι από τα πιο δύσκολα αντικείμενα για ανακύκλωση. Μόνο το 10% -15% από αυτά ανακυκλώνεται παγκοσμίως κάθε χρόνο.
«Μια περιβαλλοντική καταστροφή προκαλείται: μεγάλο μέρος των πλαστικών απορριμμάτων μίας χρήσης που προκύπτουν θα καταλήξουν να ρυπάνουν αναπτυσσόμενες χώρες με κακά συστήματα διαχείρισης αποβλήτων», προειδοποιούν οι συντάκτες της έκθεσης. «Ο προβλεπόμενος ρυθμός αύξησης της προσφοράς αυτών των πολυμερών… πιθανότατα θα διατηρήσει νέα, κυκλικά μοντέλα παραγωγής και επαναχρησιμοποίησης» προσθέτουν.
«Δεν μπορούμε να τους επιτρέψουμε να συνεχίσουν χωρίς έλεγχο»
Στην έκθεση σημειώνεται επίσης πως η παγκόσμια βιομηχανία πλαστικών είχε τη δυνατότητα να λειτουργεί με ελάχιστες ρυθμίσεις και με περιορισμένη διαφάνεια για δεκαετίες και πως αυτές οι εταιρείες είναι η πηγή της κρίσης των πλαστικών μιας χρήσης με την παραγωγή «παρθένων» πολυμερών από πρώτες ύλες πετρελαίου, φυσικού αερίου και άνθρακα.
Όπως τονίζεται, αυτό υπονομεύει τη μετάβαση σε μια κυκλική οικονομία με παραγωγή ανακυκλωμένων πολυμερών από πλαστικά απόβλητα, επαναχρησιμοποίηση πλαστικών και χρήση υποκατάστατων υλικών. Μόνο το 2% του πλαστικού μίας χρήσης κατασκευάστηκε από ανακυκλωμένα πολυμερή το 2019.
«Η πλαστική ρύπανση είναι μια από τις μεγαλύτερες και πιο κρίσιμες απειλές που αντιμετωπίζει ο πλανήτης μας», σχολίασε ο Άντριου Φόρεστ, καθηγητής και πρόεδρος του Minderoo υπογραμμίζοντας ότι η κατάσταση θα επιδεινωθεί και ότι «απλά δεν μπορούμε να επιτρέψουμε σε αυτούς τους παραγωγούς πλαστικών να συνεχίσουν χωρίς έλεγχο».
Ο κ. Φόρεστ τονίζει ότι οι ωκεανοί πνίγονται από το πλαστικό επηρεάζοντας την υγεία μας και γι’ αυτό πρέπει να παρέμβουν από τις κυβερνήσεις και τον χώρο της οικονομίας, προκειμένου να σπάσει «ο κύκλος της αδράνειας».