Υπήρχε κάποτε σε μια πολιτεία με πλούσια νερά και με μια λίμνη σαν θάλασσα μια μικρή πόλη. Την έλεγαν ‘Φλιντ’ κι είχε την ατυχία να βρίσκεται δίπλα σε ένα βαριά μολυσμένο ποτάμι. Αλλά η Φλιντ στο Μίτσιγκαν των ΗΠΑ είχε και μια άλλη ατυχία. Την κατοικούσαν κυρίως μαύροι, πορτορικάνοι, κι άνεργοι. Φτωχοί δηλαδή, πράγμα που εξηγεί και την μόλυνση του ποταμού από τις βιομηχανίες και την πτώση της αξίας της γης που συνάθροισε όσους περισσεύουν γύρω της..
Το τρίτο κακό της μοίρας της μικρής αυτής πόλης είναι πως συναντήθηκε με έναν κυνικό δράκο που τον έλεγαν οικονομικό νεοφιλελευθερισμό κι ο οποίος δημιουργώντας το πιο μινιμαλιστικό κράτος που υπήρξε ποτέ, άφηνε ως μόνο ‘δικαίωμα’ στους απόκληρους την καταστολή, αντικαθιστώντας την δημοκρατία με την διοίκηση επιχειρήσεων. Κι έτσι ο κυβερνήτης της περιοχής διόρισε ως ‘δήμαρχο’ έναν επιχειρηματία ο οποίος ως πρώτο μέλημα είχε την μείωση των εξόδων και όχι τη ευζωία υπεύθυνων πολιτών και την ευνομία της πολιτείας όπως, έστω στα χαρτιά, κάποιοι παλιομοδίτες άλλοτε. Οπότε η πόλη ήταν ο ισολογισμός της κι όπως δεν άξιζε να ξοδεύει κανείς για αυτά τα ‘σκουπίδια’ η σκέψη ήταν απλή. Γιατί να ξοδεύουμε τόσα για ύδρευση από την λίμνη Μίτσιγκαν όταν δίπλα υπάρχει ο ποταμός ομώνυμος Φλίντ;
Αν και υπήρχε, το μικρό πρόβλημα της μόλυνσης του ποταμού ξεπεράστηκε γρήγορα με κείνους τους γνωστούς κι εξαιρετικούς τύπους που κάνουν πληρωμένες καριέρες σε πανεπιστήμια κι ερευνητικά κέντρα χρηματοδοτούμενα από τις εταιρείες (τώρα πια και κυβερνήσεις) που παραγγέλνουν τις έρευνες. Οι ‘μακρινοί’ αγωγοί σφραγίστηκαν κι η υδροδότηση έφερε νερό χρωματισμένο και με άσχημη μυρωδιά στις βρύσες της μικρής πόλης. Σε λίγους μήνες τα παιδιά του Φλιντ άρχισαν να αρρωσταίνουν ένα ένα. Το φαινόμενο τράβηξε την προσοχή γονιών και πολιτών που παρήγγειλαν δικές τους έρευνες, παρόλο που το χρώμα η οσμή κι η γεύση ‘μιλούσαν. Τα βαριά μέταλλα που αποκαλύφθηκαν, όπως κι οι εικόνες των άρρωστων παιδιών, δεν έκαμψαν το σθένος των κυβερνητών που πολύ απλά ισχυρίστηκαν πως βαρέα μέταλλα βρίσκονται και από άλλες πηγές και όχι μόνο στο νερό.
Το επίσης μικρό πρόβλημα πως η συσσώρευση των συγκεκριμένων μετάλλων σε παιδιά έως 6 ετών δημιουργεί μόνιμη εγκεφαλική βλάβη δεν σχολιάστηκε επαρκώς, άλλωστε εάν οι κοντινές βιομηχανίες ξαναζούσαν κάποτε με μισθούς Κίνας (ώστε να μην φεύγουν και τα κεφάλαια στο εξωτερικό, λολ!) , αυτό θα ήταν ακριβώς το εργατικό προσωπικό που χρειάζονταν.
Την ίδια στιγμή τα μεγάλα κι επίσημα κανάλια ενημέρωσης , αυτά που αποφασίζουν από τι αποτελείται η πραγματικότητα και τι ‘εξορίζεται’ από αυτήν, είχαν αποφασίσει πως το νέο δεν άξιζε καθόλου προσοχής, άλλωστε αφορούσε ανθρώπινο ‘στοκ’ όπως προείπαμε.
Όταν όμως εναλλακτικά δίκτυα και κινήσεις πολιτών, (των γνωστών ημίτρελων στον κόσμο των ‘σοβαρών’ που επιμένουν να νοιάζονται ανάμεσα στις φάλτσες τους ηγεσίες και στους κρυμμένους τους εαυτούς) ανέλαβαν να χωρέσουν την υπόθεση κάτω από τα φώτα της μιντιακής ‘πραγματικότητας’, και οι πιέσεις άρχισαν σιγά σιγά ν’ αυξάνουν, τότε οι κυβερνώντες αναγκάστηκαν να παραδεχτούν πως ίσως τελικά θα έπρεπε να ξανασυνδέσουν τους αγωγούς με το υπέροχο νερό της πλούσιας λίμνης που προοριζόταν για ‘ανθρώπους’. Πολύ αργά καθώς οι ίδιοι οι αγωγοί είχαν ποτίσει από τα απαγορευμένα μέταλλα…
Αν η ιστορία της ‘ασήμαντης’ αυτής πόλης είναι τόσο σημαντική είναι γιατί αποτελεί έναν ακόμη από τους ‘μικρούς τόπους’ που αναδεικνύουν τι συμβαίνει στην μακροκλίμακα του πλανήτη, κρυφό και διαβρωτικό σαν την σκουριά πίσω από την αστραφτερή ‘επιφάνεια’ της «εναλλακτικής πραγματικότητας» των ισχυρών, τι φτάνει μέχρι την πόρτα μας κι αγγίζει κι εμάς. Είναι βέβαια δύσκολο να δεχθείς πως τον ρόλο του μαφιόζου που μπαίνει στο σπίτι σου και δηλητηριάζει το παιδί σου τον αναλαμβάνουν πια οι πιο επίσημοι φορείς. Κι είναι ακόμη πιο δύσκολο να παραδεχθείς ότι μπορεί αυτήν την ιστορία να την ζήσεις εσύ ή οι απόγονοι σου. Ισχύει όμως πως αν δεν βλέπουμε τον σπαραγμό των μικρών, των μακρινών, ή των άλλων, δεν θα κατανοήσουμε ποτέ ούτε τους εφιάλτες που μας απειλούν , ούτε τα καθήκοντα που μας επιβάλουν.
Ισχύει άλλωστε το απόσπασμα του Τζον Ντον που τόσο εύστοχα χρησιμοποίησε ως κατακλείδα στο «Για Ποιον Χτυπά η Καμπάνα» ο Ερ. Χέμινγουεϊ: «Κανένας άνθρωπος δεν είναι νησί, ακέριος μοναχός του. Κάθε άνθρωπος είναι ένα κομμάτι ηπείρου, ένα μέρος στεριάς. Αν η θάλασσα ξεπλύνει ένα σβόλο χώμα, η Ευρώπη γίνεται μικρότερη. Όπως κι αν ξεπλύνει ένα ακρωτήρι ή ένα σπίτι φίλων σου ή δικό σου. Κάθε ανθρώπου ο θάνατος λιγοστεύει εμένα τον ίδιο, γιατί είμαι ένα με την Ανθρωπότητα. Κι έτσι ποτέ σου μη στέλνεις να ρωτήσεις για ποιον χτυπά η καμπάνα. Χτυπάει για σένα».
Υγ Στον M. Moore που μας διηγήθηκε την ιστορία του στο θέατρο Belasco της Νέας Υόρκης.