του Γιάννη Μυλόπουλου, Καθηγητή, πρώην Πρύτανης ΑΠΘ


Το «Εθνικό Σχέδιο για το Νερό» που εξήγγειλε ο πρωθυπουργός δεν είναι παρά ένας προάγγελος για την ιδιωτικοποίηση του νερού της ύδρευσης.

Στις κυβερνητικές εξαγγελίες υπάρχουν κραυγαλέα αντιεπιστημονικοί ισχυρισμοί, οι οποίοι δηλώνουν ξεκάθαρα την εκ του πονηρού πρόθεση της κυβέρνησης να ιδιωτικοποιήσει, δια της συγχώνευσης, τις Δημοτικές Επιχειρήσεις Ύδρευσης Αποχέτευσης.

Και μέσω της ιδιωτικοποίησης των ΔΕΥΑ να ιδιωτικοποιήσει, εμμέσως πλην σαφώς, το νερό της ύδρευσης.

Η πρώτη αντιεπιστημονική πρόβλεψη στο λεγόμενο Εθνικό Σχέδιο για το Νερό που παρουσίασε ο πρωθυπουργός, έχει να κάνει με μια ηχηρή αντίφαση, όσον αφορά στον χαρακτηρισμό του ως δημόσιου αγαθού.

Ενώ εισαγωγικά το νερό χαρακτηρίζεται ευθέως ως δημόσιο αγαθό, στις προτάσεις βλέπουμε την πρόθεση συγχώνευσης των ΔΕΥΑ και αντικατάστασής τους από έναν οργανισμό – επιχείρηση, η δομή της οποίας δεν δηλώνεται καθαρά, (γιατί άραγε;), ότι θα είναι δημόσια.

Όπως εύκολα γίνεται αντιληπτό, ο φορέας διαχείρισης ενός δημόσιου αγαθού δεν μπορεί παρά να είναι δημόσιος και αυτός. Δεν νοείται, δηλαδή, ένα δημόσιο αγαθό να υφίσταται διαχείριση με βάση ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια, αγοραίες σχέσεις και εμπορικές ή επιχειρηματικές συμφωνίες.

Η πρώτη εκ του πονηρού πρόβλεψη, λοιπόν, είναι η πρόθεση διαχείρισης ενός δημόσιου αγαθού με φορείς που δεν θα είναι δημόσιοι ή δημοτικοί.

Ο δεύτερος αντιεπιστημονικός ισχυρισμός αφορά στην επίρριψη της ευθύνης για τη λειψυδρία στην δήθεν κακή πολιτική, λόγω κατακερματισμού,  των Δημοτικών Επιχειρήσεων Ύδρευσης Αποχέτευσης.

Τη στιγμή που είναι επιστημονικά αποδεκτό διεθνώς ότι για τη λειψυδρία ευθύνεται η απουσία υδραυλικών έργων προσαρμογής στις κλιματικές και υδρολογικές συνθήκες, καθώς και η απουσία ολοκληρωμένης πολιτικής διαχείρισης του νερού σε επίπεδο λεκάνης απορροής.

Δυο ευθύνες της κεντρικής κυβέρνησης και της περιφερειακής αυτοδιοίκησης, που είναι και οι μόνες αρμόδιες για τη χρηματοδότηση των έργων διαχείρισης των υδατικών πόρων.

Μια ματιά στην κατανομή των δεκάδων δις του Ταμείου Ανάκαμψης που διαχειρίστηκε η κυβέρνηση τα τελευταία χρόνια μέσω των υπουργείων και μέσω των περιφερειών, αποδεικνύει τις ελάχιστες επενδύσεις που έγιναν για νέα έργα προσαρμογής στις συνθήκες της κλιματικής αλλαγής, καθώς και για εγγειοβελτιωτικά και υδραυλικά έργα διαχείρισης, δηλαδή συλλογής, αποθήκευσης και μεταφοράς του νερού, όπως και για έργα αντιπλημμυρικής προστασίας.

Αντίστοιχα, μια ματιά στις νομοθετικές προβλέψεις της τελευταίας εξαετίας, δείχνει και το μηδενικό ενδιαφέρον της κυβέρνησης για δημόσιες πολιτικές και για δημόσιες επενδύσεις στον τομέα της διαχείρισης του νερού.

Δεν φταίνε οι ΔΕΥΑ, συνεπώς, για τη λειψυδρία σήμερα.

Φταίει ότι οι ΔΕΥΑ δεν στηρίχθηκαν οικονομικά και δεν ενισχύθηκαν με προσωπικό.

Κι ακόμη φταίει ότι η διαχείριση του νερού αφέθηκε στο έλεος των συνθηκών της κλιματικής αλλαγής, χωρίς δημόσιες πολιτικές για το πιο πολύτιμο δημόσιο αγαθό και χωρίς δημόσιες επενδύσεις για υδραυλικά έργα διαχείρισης και εξοικονόμησής του.

Αν, συνεπώς, ο πρωθυπουργός και η κυβέρνηση επιθυμούν ειλικρινώς να στηρίξουν τις ΔΕΥΑ, πρέπει να τις ενισχύσουν οικονομικά και με προσωπικό για να συνεχίσουν να διαχειρίζονται το νερό της ύδρευσης αποκεντρωμένα, σε επίπεδο Τοπικής Αυτοδιοίκησης.

Ο τρίτος αντιεπιστημονικός ισχυρισμός των κυβερνητικών εξαγγελιών έχει να κάνει με την εσφαλμένη παραδοχή ότι οι ΔΕΥΑ είναι κατακερματισμένες και γι’ αυτό αναποτελεσματικές.

Αν ο πρωθυπουργός είχε απευθυνθεί σε κάποιον από τους πολλούς καλούς και με διεθνή αναγνώριση επιστήμονες της Διαχείρισης του Νερού που διαθέτουν τα πανεπιστήμιά μας, θα τον είχε διαβεβαιώσει ότι οι ΔΕΥΑ δεν είναι κατακερματισμένες. Είναι αποκεντρωμένες και έτσι πρέπει να παραμείνουν.

Καθώς η διαχείριση του νερού, σύμφωνα με τα διεθνή επιστημονικά δεδομένα, αλλά και σύμφωνα με το θεσμικό πλαίσιο της Ευρώπης, πρέπει να ασκείται τοπικά και αποκεντρωμένα σε επίπεδο λεκάνης απορροής.

Η πρόβλεψη, συνεπώς, της συγχώνευσης των ΔΕΥΑ και της αντικατάστασής τους από μια μεγάλη κεντρική επιχείρηση είναι διπλά λανθασμένη.

Πρώτα γιατί αν ο φορέας διαχείρισης του νερού δεν είναι αποκεντρωμένος, η διαχείρισή του σε κεντρικό επίπεδο δεν μπορεί να είναι αποτελεσματική.

Και δεύτερον γιατί ο φορέας διαχείρισης ενός δημόσιου αγαθού δεν μπορεί να μην είναι δημόσιος ή δημοτικός.

Η τέταρτη αντιεπιστημονική πρόβλεψη στις εξαγγελίες του πρωθυπουργού αφορά στη διάγνωση ότι η λειψυδρία και τα προβλήματα του νερού είναι το αποτέλεσμα της ανομβρίας που πλήττει περιοχές της χώρας, στο πλαίσιο της κλιματικής αλλαγής.

Πρόκειται περί επιστημονικής πλάνης.

Η λειψυδρία ασφαλώς και επιδεινώνεται εξ αιτίας των περιόδων ανομβρίας που, στο πλαίσιο της κλιματικής αλλαγής, διαδέχονται περιόδους έντονων πλημμυρικών φαινομένων.

Όμως η λειψυδρία δεν οφείλεται στην ανομβρία, αλλά στην απουσία έργων και μέτρων πολιτικής για τη διευθέτηση του ισοζυγίου προσφοράς και ζήτησης του νερού.

Αν η μόνη αιτία για τη λειψυδρία, όμως, ήταν η μειωμένη φυσική προσφορά του, τότε περιοχές της γης που βρίσκονται σε ξηροθερμικές κλιματικές ζώνες, θα έπρεπε να πλήττονται μόνιμα από λειψυδρία. Όμως αυτό δεν ισχύει, γιατί ο σχεδιασμός κατάλληλων έργων αποθήκευσης και μεταφοράς του νερού, σε συνδυασμό με την εφαρμογή μιας πολιτικής βιώσιμης διαχείρισης του ισοζυγίου προσφοράς και ζήτησης του πολύτιμου φυσικού πόρου, καθιστά στις περιοχές αυτές εφικτή όχι μόνο την επιβίωση, αλλά και την ανάπτυξη.

Απλώς, αυτό που κάνουν είναι ότι προσαρμόζουν τις οικονομικές δραστηριότητες που χρησιμοποιούν νερό στα δυσμενή υδρολογικά δεδομένα.

Η άλλη μεγάλη πλάνη, λοιπόν, στο «Εθνικό Σχέδιο για το Νερό», είναι ότι σύμφωνα με αυτό η διαχείριση του νερού αφορά μόνο στη διευθέτηση της φυσικής προσφοράς του και όχι στη διευθέτηση του ισοζυγίου προσφοράς αφενός και ζήτησης αφετέρου του νερού.

Η πλάνη τίθεται εκ προθέσεως και εκ του πονηρού. Καθώς η υποβάθμιση της διαχείρισης του νερού σε μια υπόθεση που δεν αφορά στη ζήτησή του και συνεπώς δεν αφορά και στην κατ’ ανάγκη δημόσια αναπτυξιακή πολιτική, το καθιστά καθαρά πρόβλημα των οργανισμών που το διαχειρίζονται. Οι οποίοι, σύμφωνα με το κυβερνητικό ιδεολόγημα, πρέπει να ιδιωτικοποιηθούν προκειμένου να γίνουν αποτελεσματικοί.

Τα ίδια, ακριβώς, έκαναν και στη Θεσσαλία μετά τις πλημμύρες. Όπου το κράτος και η αυτοδιοίκηση παρέδωσαν την αρμοδιότητα της διαχείρισης του νερού στα μαγικά χέρια των ιδιωτών. Που «όλα τα σφάζουν και όλα τα μαχαιρώνουν» με επιτυχία.

Ένα ιδεολόγημα που κατέπεσε σε 185 πόλεις της Ευρώπης, οι οποίες ιδιωτικοποίησαν τις επιχειρήσεις ύδρευσης και αποχέτευσής τους τις περασμένες δεκαετίες και τώρα τις επαναφέρουν σε δημόσιο ή δημοτικό έλεγχο.

Όλες οι εσφαλμένες και αντιεπιστημονικές προβλέψεις στο «Εθνικό Σχέδιο για το Νερό» κατατείνουν σε έναν κεντρικό στόχο. Να εξαπατήσουν την κοινή γνώμη. Χαρακτηρίζοντας το νερό ως δημόσιο αγαθό και συγχρόνως ιδιωτικοποιώντας τις ΔΕΥΑ.

Όλο τους το ενδιαφέρον είναι η ιδιωτικοποίηση του νερού και η αντιμετώπισή του σαν εμπορικού και όχι σαν δημόσιου αγαθού.

Επιδιώκουν, δηλαδή, ένα δημόσιο αγαθό, που το διαχειρίζεται το κράτος και η αυτοδιοίκηση ως μονοπώλιο, να το ιδιωτικοποιήσουν με σκοπό να κερδοσκοπήσουν οι ημέτεροι και οι φιλικές τους μεγάλες επιχειρήσεις.

Ένα ιδεολόγημα που όχι μόνο αντίκειται στις αρχές της επιστήμης της Διαχείρισης του Νερού, αλλά αντίκειται και στις θεσμικές προβλέψεις όλων των διεθνών οργανισμών στους οποίους η Ελλάδα είναι μέλος. Από τον ΟΗΕ και την ΟΥΝΕΣΚΟ, έως την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Αν καταφέρουν να ξεγελάσουν για μια ακόμη φορά τους Έλληνες, όπως συνέβη και με τον ΟΠΕΚΕΠΕ, πάλι από την Ευρώπη θα έρθει η λύση.