Τρίτη, 5 Αυγούστου, 2025
ΣYΜΜΕΤΟΧΙΚΟ ΕΝΩΤΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ & ΣΥΝΤΑΞΙΟΥΧΩΝ • ΓΙΑ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΥΔΑΠ ΣΤΗΝ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ

Απασχόληση επί επτά ημέρες την εβδομάδα: Επιτρέπεται; – Η απάντηση του Υπουργείου Εργασίας

Το Υπουργείο Εργασίας σε ερώτημα του ergasiaka-gr.net, κατά πόσο είναι δυνατή και νόμιμη, με όρο Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας, η απασχόληση των εργαζομένων επί επτά ημέρες την εβδομάδα, ή η καταστρατήγηση άλλων χρονικών ορίων εργασίας, έδωσε την παρακάτω απάντηση με το υπ’ αριθ. 13190/16-5-2025 έγγραφό του.

Τι αναφέρει το έγγραφο

Σε απάντηση του ανωτέρω σχετικού και των όσων διαλαμβάνονται σε αυτό και αναφορικά με θέματα αρμοδιότητάς μας, σάς γνωρίζουμε τα ακόλουθα:

Α. Από το συνδυασμό των διατάξεων του άρθρου 6 της από 14-2-1984 ΕΓΣΣΕ και του άρθρου 6 της από 26-02-1975, που κυρώθηκε με το άρθρο μόνον του Ν.133/75 καθώς και την διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 55 του Ν.4808/2021 (Α΄ 101), εμφαίνεται ότι:

Το συμβατικό (συλλογικό) ωράριο εβδομαδιαίας εργασίας των μισθωτών ορίζεται σε 40 ώρες εβδομαδιαίως. Οι ώρες αυτές κατανέμονται σε 5 ημέρες επί εφαρμογής συστήματος πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας (40:5=8 ώρες ημερησίως) ή σε 6 ημέρες επί εφαρμογής συστήματος εξαήμερης εβδομαδιαίας εργασίας (40:6=6,40 ημερησίως).

Στην περίπτωση εφαρμογής συστήματος πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας, ο εργοδότης οφείλει να χορηγεί δύο ημέρες αναπληρωματικής ανάπαυσης (ρεπό) ανά εβδομάδα, η μια εκ των οποίων πρέπει να συμπίπτει καταρχήν με την Κυριακή (συνδυασμός των διατάξεων των άρθρων 1 και 3 του Β.Δ. 748/1966 όπως ισχύει και κωδικοποιήθηκε με το άρθρο 202 Π.Δ. 80/2022 και του άρθρου 5 του Π.Δ. 88/99 όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 3 του Π.Δ.76/2005 και κωδικοποιήθηκε με το άρθρο 166 του π.δ. 80/2022).

Η εφαρμογή συστήματος εβδομαδιαίας εργασίας πέντε (5) εργασίμων ημερών καθιερώθηκε ως δυνητικό σύστημα εργασίας, με την Ε.Γ.Σ.Σ.Ε της 26.2.1975, η οποία κυρώθηκε με το Ν.133/1975. Με την Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου της 29.12.1980, «περί καθιερώσεως πενθημέρου εβδομάδος εργασίας των δημοσιών εν γένει υπηρεσιών και ρυθμίσεως συναφών θεμάτων», η οποία κυρώθηκε με το Ν.1157/1981,  προβλέφθηκε  η  δυνατότητα  θέσπισης  συστήματος  πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας με συλλογικές ρυθμίσεις, κατά τις διατάξεις της τότε ισχύουσας νομοθεσίας, Ν.3239/1955 «περί του τρόπου ρυθμίσεως των συλλογικών διαφορών εργασίας κ.λ.π.».

Αντιστοίχως σε περίπτωση εφαρμογής συστήματος εξαήμερης εβδομαδιαίας εργασίας, ο εργοδότης οφείλει να χορηγεί μια ημέρα αναπληρωματικής ανάπαυσης (ρεπό) ανά εβδομάδα, η οποία πρέπει να συμπίπτει καταρχήν με την Κυριακή εκτός εάν ως ημέρα εβδομαδιαίας ανάπαυσης προβλέπεται, από την οικεία νομοθεσία άλλη ημέρα πλην της Κυριακής.

Ευνόητο είναι ότι αν, με βάση τις σχετικές διατάξεις, οι εργαζόμενοι που απασχολούνται σε επιχειρήσεις συνεχούς λειτουργίας (όπως είναι οι ξενοδοχειακές επιχειρήσεις), δικαιούνται δύο ημέρες εβδομαδιαίας ανάπαυσης, λόγω εφαρμογής συστήματος πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας, αυτό θα πρέπει να τηρείται.

Σε κάθε περίπτωση βέβαια, σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 2 του Ν.Δ. 3755/1957 (Φ.Ε.Κ. Α΄182), όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει, οι εργαζόμενοι που θα απασχοληθούν νομίμως κατά τις Κυριακές και κατά τις επίσημες αργίες δικαιούνται την προβλεπόμενη, βάσει των αριθμ. 8900/46 και 25825/51 Κοινών Αποφάσεις των Υπουργείων Εργασίας και Οικονομικών, πρόσθετη αμοιβή η οποία ανέρχεται στο 75% του 1/25 του νομίμου μηνιαίου μισθού ή του νομίμου ημερομισθίου.

Επισημαίνεται δε ότι σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 2 του ιδίου ως άνω Ν.Δ./τος, ως εξαιρέσιμες γιορτές κατά τις οποίες παρέχεται η ανωτέρω προσαύξηση νοούνται α) η της 25ης Μαρτίου, β) η της Δευτέρας του Πάσχα, γ) η της 1ης Μαΐου, δ) η της Κοιμήσεως της Θεοτόκου (15η Αυγούστου), ε) η της 28ης Οκτωβρίου, στ) η της Γεννήσεως του Χριστού (25 Δεκεμβρίου), ζ) η της 26ης Δεκεμβρίου, η) η της 1ης Ιανουαρίου και θ) η της εορτής των Θεοφανίων (6η Ιανουαρίου).

Περαιτέρω, σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 10 του Β. Δ/τος 748/1966, στις περιπτώσεις, κατά τις οποίες επιτρέπεται η εργασία κατά την Κυριακή, η κατανομή της εικοσιτετράωρης συνεχούς αναπληρωματικής εβδομαδιαίας ανάπαυσης πρέπει να γίνεται κατά τρόπο ώστε ανά περίοδο επτά εβδομάδων η μια εξ αυτών, κατά οκτάωρο τουλάχιστον, να συμπίπτει με ημέρα Κυριακή, εκτός αν τα εφαρμοζόμενα προγράμματα εργασίας εξασφαλίζουν επτά αναπαύσεις σε ημέρα Κυριακή εντός του έτους, υπό την επιφύλαξη ειδικότερων ρυθμίσεων από ΣΣΕ, Κανονισμό Εργασίας κ.λπ..

Β. Σε κάθε περίπτωση, δε, εξακολουθούν να έχουν εφαρμογή οι ελάχιστες προδιαγραφές για την οργάνωση του χρόνου εργασίας και την απασχόληση των εργαζομένων, οι οποίες προβλέπονται στις διατάξεις των άρθρων 162 έως 179 του Π.Δ. 80/2022 και οι οποίες ρυθμίζουν μεταξύ άλλων: την ελάχιστη ημερήσια ανάπαυση, το διάλειμμα, την ελάχιστη περίοδο εβδομαδιαίας συνεχούς ανάπαυσης και τη μέγιστη εβδομαδιαία διάρκεια εργασία.

Ιδιαίτερα ως προς την ελάχιστη ημερήσια ανάπαυση (αρ.164 του ΠΔ 80/2022), το διάλειμμα (αρ. 165 του ΠΔ 80/2022), την ελάχιστη εβδομαδιαία ανάπαυση (αρ.166 του ΠΔ 80/2022) και την μέγιστη εβδομαδιαία διάρκεια εργασίας (αρ.167 του ΠΔ 80/2022), ισχύουν τα εξής:

  • Για κάθε περίοδο είκοσι τεσσάρων (24) ωρών, η ελάχιστη ανάπαυση δεν μπορεί να είναι κατώτερη από έντεκα (11) συνεχείς ώρες. Η περίοδος των είκοσι τεσσάρων (24) ωρών αρχίζει την 00:01 και λήγει την 24:00 ώρα (άρθρο 3 του Π.Δ. 88/1999 όπως τροποποιήθηκε με το εδάφιο 2 της υποπαραγράφου ΙΑ.14 του άρθρου πρώτου του Ν.4093/2012 και κωδικοποιήθηκε με το άρθρο 164 του ΠΔ 80/2022).
  • Όταν ο    χρόνος   ημερήσιας   εργασίας   υπερβαίνει   τις   τέσσερις   (4) συνεχόμενες ώρες, χορηγείται διάλειμμα κατ` ελάχιστον δεκαπέντε (15) λεπτών και κατά μέγιστον τριάντα (30) λεπτών, κατά τη διάρκεια του οποίου οι εργαζόμενοι δικαιούνται να απομακρυνθούν από τη θέση εργασίας τους. Το διάλειμμα αυτό δεν αποτελεί χρόνο εργασίας και δεν επιτρέπεται να χορηγείται συνεχόμενο με την έναρξη ή τη λήξη της ημερήσιας εργασίας.
  1. Οι τεχνικές λεπτομέρειες του διαλείμματος και ιδίως, η διάρκεια και οι όροι χορήγησής του, εφόσον δεν ρυθμίζονται από συλλογικές συμβάσεις εργασίας ή από την κείμενη νομοθεσία, καθορίζονται στο επίπεδο της επιχείρησης στα πλαίσια της διαβούλευσης μεταξύ του εργοδότη και των εκπροσώπων των εργαζομένων [ν. 1264/1982 «Για τον εκδημοκρατισμό του Συνδικαλιστικού Κινήματος και την κατοχύρωση των συνδικαλιστικών ελευθεριών των εργαζομένων» (Α` 79)] ή των εκπροσώπων τους για θέματα υγιεινής και ασφάλειας των εργαζομένων [άρθρα 2 (παράγραφος 4) και 10 του π.δ. 17/1996] και σύμφωνα με την γραπτή εκτίμηση κινδύνου [άρθρο 8 (παράγραφος 1) του π.δ. 17/1996), στην οποία θα πρέπει να εκτιμώνται και οι κίνδυνοι που συνδέονται με την οργάνωση του χρόνου εργασίας.».
    • Στους εργαζομένους εξασφαλίζεται ανά εβδομάδα, ελάχιστη περίοδος συνεχούς ανάπαυσης εικοσιτεσσάρων (24) ωρών, η οποία συμπεριλαμβάνει κατ’ αρχήν την Κυριακή, ανάλογα με τις ισχύουσες για κάθε κατηγορία εργαζομένων διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας και πρακτικές, στις οποίες προστίθενται οι έντεκα (11) συνεχείς ώρες της ημερήσιας ανάπαυσης του άρθρου 164.

Αν δικαιολογείται για αντικειμενικούς ή τεχνικούς λόγους ή από τις συνθήκες οργάνωσης της εργασίας, μπορεί να ορισθεί ελάχιστη περίοδος ανάπαυσης εικοσιτεσσάρων (24) ωρών. Όπου προβλέπεται από τις οικείες διατάξεις η Κυριακή, ως ημέρα εβδομαδιαίας ανάπαυσης, αυτή αρχίζει την 00:01 ώρα και λήγει την 24:00 ώρα. Για τους εργαζομένους σε δραστηριότητες που λειτουργούν ολόκληρο το εικοσιτετράωρο με σύστημα διαδοχικών ομάδων εργασίας, η Κυριακή, μπορεί να αρχίζει την 06:00 ώρα ή την 07:00 ώρα και να λήγει την αντίστοιχη ώρα της Δευτέρας.

Οι ρυθμίσεις των αμέσως προηγούμενων δύο εδαφίων ισχύουν αναλόγως και σε όσες περιπτώσεις, ως ημέρα εβδομαδιαίας ανάπαυσης προβλέπεται από την οικεία νομοθεσία άλλη ημέρα εκτός της Κυριακής. (Άρθρο 5 του Π.Δ. 88/1999 όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 3 ΠΔ 76/2005 και κωδικοποιήθηκε με το άρθρο 166 του Π.Δ. 80/2022).

  • Ο χρόνος εβδομαδιαίας εργασίας των εργαζομένων δεν μπορεί να υπερβαίνει ανά περίοδο το πολύ τεσσάρων (4) μηνών τις σαράντα οκτώ (48) ώρες κατά μέσο όρο, συμπεριλαμβανομένων των υπερωριών. Οι περίοδοι ετήσιας άδειας με αποδοχές, και οι περίοδοι αδείας ασθενείας δεν συνεκτιμώνται ή είναι ουδέτερες, όσον αφορά τον υπολογισμό του μέσου όρου (Άρθρο 6 του Π.Δ. 88/1999 όπως κωδικοποιήθηκε με το Άρθρο 167 του Π.Δ. 80/2022).

Γ. Δυνατότητα παρεκκλίσεων από τα άρθρα 3 (ημερήσια ανάπαυση), 4 (διάλειμμα) και 5 (εβδομαδιαία ανάπαυση) και 8 (νυχτερινή εργασία) του Π.Δ. 88/1999 δίνει το άρθρο 14 του Π.Δ. 88/1999 (αρθ. 175 του Π.Δ. 80/2022).

Συγκεκριμένα, όπως ρητά αναφέρεται στην παράγραφο 2 του άρθρου 14 του Π.Δ. 88/1999, «2. Επιτρέπονται […] παρεκκλίσεις, με την επιφύλαξη της ισχύουσας νομοθεσίας, με συλλογικές συμβάσεις μεταξύ των πλέον αντιπροσωπευτικών συνδικαλιστικών οργανώσεων εργοδοτών και εργαζομένων ή μεταξύ εργοδοτών και των πλέον αντιπροσωπευτικών συνδικαλιστικών οργανώσεων εργαζομένων ή με συμφωνίες μεταξύ εργοδοτών και εκπροσώπων των εργαζομένων στα εργασιακά συμβούλια, υπό τον όρο ότι στους οικείους εργαζόμενους χορηγούνται ισοδύναμες περίοδοι αντισταθμιστικής ανάπαυσης ή ότι, σε εξαιρετικές περιπτώσεις όπου είναι αντικειμενικώς αδύνατη η χορήγηση ισοδύναμων περιόδων αντισταθμιστικής ανάπαυσης, παρέχεται στους οικείους εργαζομένους κατάλληλη προστασία σύμφωνα και με την εκτίμηση του επαγγελματικού κινδύνου όπως προβλέπεται στο άρθρο 8 (παράγραφος 1) του Π.Δ. 17/96.

2.1. από τα άρθρα 3,4,5,8 :

[…] δ) σε περίπτωση προβλέψιμης αύξησης του φόρτου εργασίας ιδίως:

[…] ii) στον τουρισμό

Ωστόσο, όπως ρητά αναφέρεται στην από 15/03/2023 «Έκθεση για την εφαρμογή από τα κράτη μέλη της οδηγίας 2003/88/ΕΚ σχετικά με ορισμένα στοιχεία της οργάνωσης του χρόνου εργασίας {SWD(2023) 40 final}» της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, οι κανόνες δεν επιτρέπουν γενικά να παραλείπονται εντελώς οι ελάχιστες περίοδοι ανάπαυσης. Αυτό επιτρέπεται μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις, στις οποίες η παροχή ισοδυνάμων αντισταθμιστικών περιόδων ανάπαυσης είναι αδύνατη για αντικειμενικούς λόγους και στις οποίες οι εργαζόμενοι έχουν λάβει κατάλληλη προστασία.

Επιπλέον, σύμφωνα με την απόφαση C-151/02 (Jaeger), η αντισταθμιστική ανάπαυση θα πρέπει να παρέχεται αμέσως μετά την περίοδο εργασίας κατά την οποία απωλέσθη ο χρόνος ανάπαυσης, προκειμένου να αποτραπεί η κόπωση ή η εξάντληση του εργαζομένου λόγω της συσσωρεύσεως διαδοχικών περιόδων εργασίας.

Μάλιστα ως προς αυτό επισημαίνεται ότι το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο στην υπόθεση C-180/14 με αντικείμενο προσφυγή λόγω παραβάσεως δυνάμει του άρθρου 258 ΣΛΕΕ, η οποία ασκήθηκε στις 11 Απριλίου 2014 από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά της ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ με θέμα παράβαση των υποχρεώσεων που αυτή υπέχει από τα άρθρα 3, 5 και 6 της Οδηγίας 2003/88/ΕΚ σε σχέση με τις εφημερίες των γιατρών επισημαίνει στις σκέψεις 51 έως 57 τα εξής:

«51. Πρέπει να υπομνησθεί συναφώς ότι η οδηγία 2003/88 έχει ως σκοπό την αποτελεσματική προστασία της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων. Λαμβανομένου υπόψη αυτού του ουσιώδους σκοπού, κάθε εργαζόμενος πρέπει μεταξύ άλλων να απολαύει επαρκούς χρόνου αναπαύσεως (βλ., σχετικώς, απόφαση Jaeger, C-151/02, EU:C:2003:437, σκέψη 92).

  1. Προκειμένου να επιτευχθεί ο σκοπός αυτός, οι ισοδύναμες περίοδοι αντισταθμιστικής αναπαύσεως, κατά την έννοια του άρθρου 17, παράγραφος 2, της οδηγίας 2003/88, (αρ. 14, παρ2 του ΠΔ 88/1999) πρέπει να διαδέχονται άμεσα τον χρόνο εργασίας τον οποίο θεωρείται ότι αντισταθμίζουν, προκειμένου να αποτραπεί η κόπωση ή η εξάντληση του εργαζομένου λόγω της συσσωρεύσεως διαδοχικών περιόδων εργασίας (βλ., σχετικώς, απόφαση Jaeger, C-151/02, EU:C:2003:437, σκέψεις 94 και 95).
  2. Υπό τις συνθήκες αυτές, η αύξηση του χρόνου καθημερινής εργασίας στην οποία, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 17 της οδηγίας 2003/88, μπορούν να προβούν τα κράτη μέλη ή οι κοινωνικοί εταίροι, μειώνοντας τη διάρκεια της αναπαύσεως που χορηγείται στον εργαζόμενο κατά τη διάρκεια ορισμένης εργάσιμης ημέρας, μεταξύ άλλων στις υπηρεσίες των νοσοκομείων, πρέπει καταρχήν να αντισταθμίζεται με τη χορήγηση ισοδύναμων περιόδων αντισταθμιστικής αναπαύσεως, που συνίστανται σε ορισμένο αριθμό συνεχόμενων ωρών οι οποίες αντιστοιχούν στην επελθούσα μείωση και τις οποίες πρέπει να διαθέτει ο εργαζόμενος πριν την έναρξη της επόμενης περιόδου εργασίας. Κατά κανόνα, η χορήγηση τέτοιων περιόδων αναπαύσεως απλώς σε «άλλες στιγμές», που δεν συνδέονται πλέον άμεσα με τον χρόνο εργασίας ο οποίος παρατάθηκε λόγω των πραγματοποιηθεισών υπερωριών, δεν λαμβάνει υπόψη προσηκόντως την ανάγκη τηρήσεως των γενικών αρχών της προστασίας της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων που συνιστούν το θεμέλιο του καθεστώτος της Ένωσης περί οργανώσεως του χρόνου εργασίας (βλ., σχετικώς, απόφαση Jaeger, C-151/02, EU:C:2003:437, σκέψη 97)….»

Τέλος, επισημαίνεται ότι δεν υφίσταται καμία παρέκκλιση από το άρθρο 6 του ΠΔ.88/1999 περί μέγιστης εβδομαδιαίας διάρκειας εργασίας.

Αντιθέτως δε, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι το άρθρο 6, στοιχείο β΄ της Οδηγίας 2003/88, όπως αυτό ενσωματώθηκε στην ελληνική έννομη τάξη με το άρθρο 6 του Π.Δ.88/1999 σύμφωνα με το οποίο «ο χρόνος εβδομαδιαίας εργασίας των μισθωτών στον οποίο δεν μπορεί να υπερβαίνει ανά περίοδο το πολύ τεσσάρων (4) μηνών τις σαράντα οκτώ (48) ώρες κατά μέσο όρο, συμπεριλαμβανομένων των υπερωριών» αποτελεί ιδιαίτερης βαρύτητας κανόνα του εργατικού δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο οποίος πρέπει να τυγχάνει εφαρμογής στην περίπτωση κάθε εργαζόμενου ως ελάχιστη πρόβλεψη αποβλέπουσα στην διασφάλιση της προστασίας της υγείας και της ασφάλειας του εργαζόμενου και ο οποίος επιβάλλει στα κράτη μέλη την υποχρέωση να θεσπίζουν ανώτατο όριο μέσης εβδομαδιαίας διάρκειας εργασίας 48 ωρών, ανώτατο όριο ως προς το οποίο διευκρινίζεται ρητώς ότι συμπεριλαμβάνει τις υπερωρίες (βλέπε σχετικώς και την απόφαση C-429/09, σκέψη 33 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

Συνεπώς, ακόμα και αν υφίσταται παρεκκλίσεις από την ημερήσια και εβδομαδιαία ανάπαυση, κατά την έννοια της παραγράφου 2 του άρθρου 17 της οδηγίας 2003/88 (άρθρο 14 του ΠΔ 88/1999 και άρθρο 175 του ΠΔ 80/2022) αυτές θα πρέπει να διαδέχονται άμεσα τον χρόνο εργασίας τον οποίο θεωρείται ότι αντισταθμίζουν, προκειμένου να αποτραπεί η κόπωση ή η εξάντληση του εργαζομένου λόγω της συσσωρεύσεως διαδοχικών περιόδων εργασίας.

Επιπλέον, δεδομένου ότι δεν υφίσταται καμία παρέκκλιση από την μέγιστη εβδομαδιαία διάρκεια εργασίαςσε κάθε περίπτωση θα πρέπει να εξασφαλίζεται ότι η εβδομαδιαία εργασία των εργαζομένων δεν υπερβαίνει τις 48 ώρες κατά μέσο όρο σε περίοδο 4μήνου, συμπεριλαμβανομένων των υπερωριών.

ΣΤ. Τέλος, σύμφωνα με την παρ.3 του αρ. 7 του ν.1876/1990, όροι εργασίας συλλογικών συμβάσεων, που είναι ευνοϊκότεροι για τους εργαζόμενους, υπερισχύουν των νόμων, εκτός αν πρόκειται για διατάξεις αναγκαστικού δικαίου με αμφιμερή ενέργεια.

Οι διατάξεις περί ελάχιστης ημερήσιας ανάπαυσης (αρ.164 του ΠΔ 80/2022), περί διαλείμματος (αρ. 165 του Π.Δ. 80/2022) περί ελάχιστης εβδομαδιαίας ανάπαυσης (αρ.166 του ΠΔ 80/2022) και περί μέγιστης εβδομαδιαίας διάρκειας εργασίας (αρ.167 του ΠΔ 80/2022), όπως αυτές αναλύθηκαν ανωτέρω, αποτελούν διατάξεις αναγκαστικού `δικαίου καθώς ρυθμίζουν τα ελάχιστα όρια προστασίας της υγείας και ασφάλειας των εργαζομένων σε σχέση με τα χρονικά όρια εργασίας τους και συνεπώς θα πρέπει να τηρούνται.

Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΗΣ
ΕΡΓΑΣΙΑΚΩΝ ΣΧΕΣΕΕΩΝ, ΥΓΕΙΑΣ ΚΑΙ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ
ΣΤΗΝ ΕΡΓΑΣΙΑ ΚΑΙ ΕΝΤΑΞΗΣ ΣΤΗΝ ΕΡΓΑΣΙΑ

 ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΑΓΡΑΠΙΔΑΣ

Τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν τις απόψεις των συγγραφέων τους

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΣΤΗΝ ΙΔΙΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ