Ο καθηγητής στο Τμήμα Χημείας του Πανεπιστημίου Κρήτης και διευθυντής στο Ινστιτούτο Ερευνών Περιβάλλοντος και Βιώσιμης Ανάπτυξης του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών Νικόλαος Μιχαλόπουλος, μιλώντας στα «ΝΕΑ», προσεγγίζει τις διαστάσεις του προβλήματος – υπό το πρίσμα και των πρόσφατων καταστροφικών πυρκαγιών – που, όπως είναι φυσικό, αγγίζει και την Ελλάδα. «Εχουμε περίπου επτά εκατομμύρια πρόωρους θανάτους ετησίως από την ατμοσφαιρική ρύπανση σε παγκόσμιο επίπεδο. Για την Ελλάδα έχει εκτιμηθεί ότι οι πρόωροι θάνατοι από την ατμοσφαιρική ρύπανση είναι ετησίως γύρω στις 10.000-12.000», σημειώνει ο καθηγητής.
Τι είναι εκείνο, όμως, που επιβαρύνει τόσο την ατμόσφαιρα ώστε να προκαλεί τη ραγδαία επιδείνωση της υγείας που επιφέρει τελικά τον πρόωρο θάνατο; «Τα αιωρούμενα σωματίδια», απαντά ο ίδιος.
«Κατά 90%-95% είναι η περιεκτικότητα στα υπέρλεπτα αιωρούμενα σωματίδια. Εχουμε συμμετοχή και από το διοξείδιο του αζώτου, αλλά η κύρια πηγή – κατά 95% – είναι τα αιωρούμενα σωματίδια που παράγονται από ανθρωπογενείς και από φυσικές πηγές. Αλλά τα πιο επικίνδυνα, τα υπέρλεπτα, είναι κυρίως από ανθρωπογενείς πηγές. Δηλαδή, αυτοκίνητα, βιομηχανίες, παραγωγή ενέργειας, γενικώς όπου έχουμε καύσεις. Και επιπλέον είναι από τη γεωργία. Αρα είναι οι καύσεις – γενικά η καύση ορυκτών καυσίμων -, η γεωργία και ένα ποσοστό γύρω στο 25% είναι η σκόνη από τη Σαχάρα και συγκεκριμένα τα υπέρλεπτα σωματίδια αυτής της σκόνης», εξηγεί ο καθηγητής, βάζοντας στην εξίσωση της ατμοσφαιρικής ρύπανσης στον ελλαδικό χώρο και την επιβάρυνση από τις πρόσφατες πυρκαγιές.
Οι πυρκαγιές
«Οι φετινές πυρκαγιές έχουν επιδεινώσει την ήδη υπάρχουσα ατμοσφαιρική ρύπανση. Κατά τη διάρκειά τους ήταν σε πολύ υψηλά επίπεδα, έως δέκα φορές πάνω από τα συνήθη. Το επιπλέον με τις πυρκαγιές είναι πως ό,τι παράγουν είναι αφενός υπέρλεπτα σωματίδια, αφετέρου είναι και σωματίδια που είναι όλα καρκινογόνα ή κατά το μεγαλύτερο μέρος. Φυσικά οι πυρκαγιές επηρεάζουν περισσότερο τον κόσμο που ζει πιο κοντά. Ας πούμε, στην Αθήνα έφτασε η κάπνα από τα Βίλια, από τον Κιθαιρώνα τον Μάιο, και ένα διάστημα ίσως και από την Εύβοια. Αλλά καταλαβαίνετε ότι ο κόσμος που ήταν πολύ πιο κοντά στις εστίες είχε πολύ πιο μεγάλα επίπεδα. Ενα μέρος από τη ρύπανση αυτή διασπείρεται, φεύγει με τους ανέμους, δεν μένει πολύ. Το καλό είναι ότι από ένα πολύ μεγάλο μέρος που πάει στην ατμόσφαιρα τα πιο μικρά και πιο ελαφριά σωματίδια μένουν στην ατμόσφαιρα μόνο για μία εβδομάδα με δέκα μέρες. Τα πιο βαριά σωματίδια, όμως, κατακάθονται μαζί με τις στάχτες. Και με τους αέρηδες υπάρχει κάποια επαναιώρηση».
Οπως επισημαίνει ο ειδικός, η κατάσταση δεν βαίνει ακριβώς επιδεινούμενη, καθώς παλιότερα, ειδικά στο λεκανοπέδιο Αττικής με το νέφος από τα αυτοκίνητα και τους σταθμούς παραγωγής ενέργειας, τα πράγματα ήταν σαφώς χειρότερα. «Τώρα στο Λεκανοπέδιο, μιλώντας για την Αθήνα, δεν υπάρχει βιομηχανία, έχουν μπει τα καταλυτικά αυτοκίνητα, το μετρό, υπάρχει μια μείωση της ρύπανσης σε σχέση με τη δεκαετία του ’90», αναφέρει, θίγοντας το ζήτημα της «μεταφερόμενης» ρύπανσης που αποκαλύπτει και το πόσο αλληλένδετο είναι το ζήτημα της κλιματικής κρίσης για τα διάφορα κράτη.
Δύο παράγοντες
«Είναι δύσκολο να εξαλειφθεί η ατμοσφαιρική ρύπανση από τη μια μέρα στην άλλη. Η ατμοσφαιρική ρύπανση που μετράμε στην Αθήνα αποτελείται από δύο παράγοντες. Εχουμε τη ρύπανση της Αθήνας και έχουμε και τη ρύπανση που μεταφέρεται από μεγάλη απόσταση. Για παράδειγμα, το καλοκαίρι, το 50% της ρύπανσης είναι από τοπικές πηγές και το άλλο 50% – ίσως και περισσότερο – έρχεται από μεγαλύτερη απόσταση. Από την Τουρκία, από την Ουκρανία όπου έχουμε πυρκαγιές ή βιομηχανίες που δουλεύουν με λιγότερα μέτρα. Και επειδή δεν βρέχει, μπορεί ακριβώς αυτή η ρύπανση να μεταφερθεί εύκολα στην περιοχή μας. Αυτό σημαίνει ότι ακόμα και αν πάει κάποιος σε ένα χωριό ή σε ένα ωραίο νησάκι, δεν θα έχει τη ρύπανση της Αθήνας αλλά θα έχει τη μεταφερόμενη.
Εκεί το κράτος δεν μπορεί να κάνει τίποτα. Κυρίως αν οι γείτονές μας δεν ανήκουν στην Ευρωπαϊκή Ενωση και γράφουν όλα τα μέτρα στα παλαιότερα των υποδημάτων τους. Τον χειμώνα η κατάσταση είναι ανάποδη – επειδή έχουμε τα τζάκια και μια σειρά από άλλους παράγοντες, η ρύπανση στην Αθήνα κατά 80% είναι τοπική. Εκεί μπορούν να παρθούν μέτρα, να δοθούν κίνητρα να αντικατασταθεί η καύση της ξυλείας ή της βιομάζας με άλλες μορφές. Και φυσικά δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η ατμοσφαιρική ρύπανση και η κλιματική κρίση είναι οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Γιατί τα θερμοκηπικά αέρια πώς παράγονται; Από την καύση ορυκτών καυσίμων. Η ατμοσφαιρική ρύπανση πώς παράγεται; Από την καύση ορυκτών καυσίμων. Αρα, αν θέλουμε να πάμε σε επίπεδα μείωσης, πρέπει να πάμε σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας», καταλήγει ο Νικόλαος Μιχαλόπουλος.