γράφει ο Γιάννης Κουτούδης, οικονομολόγος
Ο νέος εργασιακός νόμος φέρεται να προσφέρει λύσεις σε μια οικονομία χαμηλής παραγωγικότητας, η οποία ταλανίζεται, μεταξύ άλλων, από σημαντική έλλειψη ανθρώπινου δυναμικού. Ποια είναι όμως η πολιτική που πραγματικά υπηρετεί – και πού θα μας οδηγήσει μακροπρόθεσμα;
Οι επίσημες εκτιμήσεις κάνουν λόγο για τουλάχιστον 300.000 κενές θέσεις εργασίας που πρέπει να καλυφθούν άμεσα. Σε μια ελεύθερη αγορά, ένα τέτοιο φαινόμενο θα έπρεπε να λειτουργεί υπέρ των εργαζομένων: η αυξημένη ζήτηση για εργασία οδηγεί νομοτελειακά σε αύξηση μισθών, βελτίωση συνθηκών εργασίας και μεγαλύτερα κίνητρα για απασχόληση.
Το αναμενόμενο σενάριο θα ήθελε τον μέσο εργαζόμενο, που αδυνατεί να ανταποκριθεί στα αυξημένα κόστη διαβίωσης, να αποφασίσει να διαθέσει τις 8 ώρες εργασίας του σε εργοδότες που προσφέρουν καλύτερες αποδοχές και όρους εργασίας, δημιουργώντας έτσι πίεση για γενική αναπροσαρμογή των μισθών.
Παράλληλα, οι θέσεις εργασίας θα καθίσταντο πιο ελκυστικές για τους ανέργους -τους οποίους συχνά κατηγορούν ότι επαναπαύονται στα επιδόματα- αλλά και για τον οικονομικά ανενεργό πληθυσμό, που έχει εγκαταλείψει την προσπάθεια εύρεσης εργασίας. Σήμερα στην Ελλάδα, οι καταγεγραμμένοι άνεργοι από την ΕΛΣΤΑΤ ξεπερνούν τις 800.000, ενώ οι οικονομικά ανενεργοί είναι πάνω από 3 εκατομμύρια. Το πρόβλημα, λοιπόν, δεν είναι ποσοτικό. Δεν λείπουν άνθρωποι∙ λείπουν τα κίνητρα και οι συνθήκες που θα τους επαναφέρουν στην εργασία. Η θεωρούμενη «έλλειψη» εργατικού δυναμικού είναι ποιοτικό και οικονομικό πρόβλημα. Παρ’ όλα αυτά, ο μέσος εργαζόμενος εξακολουθεί να αδυνατεί να καλύψει τις βασικές του ανάγκες και οδηγείται επίσημα σε 13 ώρες εργασίας για να μπορέσει να ανταποκριθεί. Πριν μπορέσει να λειτουργήσει ο νόμος της αγοράς και της ζήτησης και να δημιουργηθεί πίεση προς τα πάνω στις αμοιβές, η κυβέρνηση επιμένει να εφευρίσκει και να προωθεί διάφορους τρόπους για να κρατήσει τους μισθούς χαμηλούς.
Έτσι, τα τελευταία χρόνια έχουμε:
- Νομοθετική επέκταση του ωραρίου: από 8 σε 13 ώρες ημερησίως, με πρόσχημα την «ευελιξία».
- Επανένταξη των συνταξιούχων στην εργασία, χωρίς όμως αυτό να τους δίνει ουσιαστικά δικαιώματα (όπως αύξηση σύνταξης).
- Εισαγωγή εργατικού δυναμικού από τρίτες χώρες, μέσω διακρατικών συμφωνιών, συχνά με όρους υποτίμησης της εργασίας.
Είναι σαφές πως η προσαρμογή των μισθών προς τα πάνω δεν εξυπηρετεί ούτε τις εγχώριες ούτε τις ξένες επιχειρήσεις. Η κυβέρνηση επιμένει να θέλει την Ελλάδα επενδυτικό προορισμό χαμηλού κόστους εργασίας, αντισταθμίζοντας και παραβλέποντας τις θεσμικές αδυναμίες, την απουσία αποτελεσματικής δικαιοσύνης και το φορολογικό βάρος, που αποτελούν τα βασικά αντικίνητρα στις εκθέσεις των διεθνών οίκων αξιολόγησης.
Αλλά το ίδιο ισχύει και για το πολιτικό σύστημα. Η αύξηση των μισθών και η ενίσχυση της οικονομικής ανεξαρτησίας του πολίτη δεν συμφέρουν ένα παλαιοκομματικό μοντέλο που βασίζεται στην εξάρτηση: επιδόματα αντί αξιοπρέπειας, ρουσφέτια αντί πολιτικής πρόνοιας, αδιαφάνεια και συντεχνιακές ευκαιρίες πλουτισμού. Ενας φτωχοποιημένος και ανασφαλής πολίτης είναι ευκολότερα ελεγχόμενος και πολιτικά χειραγωγήσιμος. Αντί να χτιστεί ένα περιβάλλον όπου ο εργαζόμενος θα μπορεί να ζήσει αξιοπρεπώς από τον κόπο του, να δημιουργήσει οικογένεια και να στηρίξει την κατανάλωση και την αναπτυξιακή προοπτική της χώρας, επιλέγεται μια στρατηγική διαρκούς συμπίεσης του εισοδήματος και αποδυνάμωσης της εργασίας – με σοβαρές κοινωνικές και δημογραφικές συνέπειες.
Σε δεύτερο επίπεδο, ένας αξιοπρεπώς αμειβόμενος εργαζόμενος θα μπορούσε να κάνει παιδιά, να ενισχύσει το δημογραφικό, να συμβάλει στην ανανέωση του γηράσκοντος πληθυσμού και να καλύψει μελλοντικά το εργατικό έλλειμμα. Αλλά αυτό απαιτεί πολιτικό όραμα και στρατηγική για το μέλλον – στοιχεία που δεν υπάρχουν στο σημερινό πολιτικό σκηνικό. Η εργασία δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται ως διαρκής αγώνας επιβίωσης. Οφείλει να είναι πυλώνας ζωής, δημιουργίας και ανάπτυξης. Και αυτό είναι καθαρά θέμα πολιτικής βούλησης