Τρίτη, 17 Σεπτεμβρίου, 2024

Πρόταση ΙΝΕ ΓΣΕΕ: Ωρα ελάχιστης αξιοπρέπειας στους μισθούς

Πώς τεκμηριώνει το ΙΝΕ/ΓΣΕΕ την πρόταση για αύξηση του κατώτατου μισθού στα 751 ευρώ από φέτος και στα 809 ευρώ στη δεύτερη φάση, με συμφωνημένο χρονοδιάγραμμα των κοινωνικών εταίρων ● Η σχέση των δύο ποσών με τα κατώφλια σχετικής και απόλυτης φτώχειας, σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ ● Η θετική επίδραση της αύξησης στο ΑΕΠ, την ανεργία και την παραγωγικότητα της εργασίας.
Tην αύξηση του κατώτατου μισθού στο ύψος των 751 ευρώ για το τελευταίο τρίμηνο του 2021, βάσει πολιτικής απόφασης, και σε δεύτερη φάση στα 809 ευρώ, βάσει ενός προσυμφωνημένου μεταξύ των κοινωνικών εταίρων χρονοδιαγράμματος, πρότεινε χθες η ΓΣΕΕ, παρουσιάζοντας τη σχετική τεκμηρίωση από την επιστημονική ομάδα του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ. Το ποσό των 809 ευρώ αντιστοιχεί στο 60% του διάμεσου μισθού, όπως υπολογίζεται από τον ΟΟΣΑ.

Πόσες πιθανότητες έχει αυτή η πρόταση, με κατώτατο μισθό (Κ.Μ.) στα 751 ευρώ, δηλαδή με επιστροφή στα προμνημονιακά κατώτατα όρια από το δεύτερο τρίμηνο του 2021 (και χωρίς αναδρομικότητα), να εμπεριέχεται στην πρόταση που θα υποβάλει ο Κωστής Χατζηδάκης στο υπουργικό συμβούλιο τον προσεχή Ιούλιο για τον νέο κατώτατο μισθό;

Eλάχιστες. Και όχι μόνο εξαιτίας της πανδημίας. Η κυβέρνηση, όπως δήλωσε και πρόσφατα ο πρωθυπουργός, στηρίζει το μοντέλο οικονομικής ανάπτυξης και δημιουργίας θέσεων εργασίας στην προσέλκυση επενδύσεων και όχι στην αύξηση της εσωτερικής ζήτησης.

Ωστόσο, η ΓΣΕΕ με την τεκμηρίωση του Ινστιτούτου αποδεικνύει ότι τίποτε λιγότερο από τα 809 ευρώ δεν μπορεί να θεωρηθεί «μισθός αξιοπρεπούς διαβίωσης», όπως ορίζεται πλέον και από τα θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ενωσης και το ευρωπαϊκό σχέδιο Οδηγίας για τους κατώτατους μισθούς που δόθηκε στη δημοσιότητα τον περασμένο Οκτώβριο, σηματοδοτώντας πρόοδο στην προώθηση των βασικών αρχών του Ευρωπαϊκού Πυλώνα Κοινωνικών Δικαιωμάτων. Ενα σχέδιο Οδηγίας που, όπως σημείωσε χθες ο πρόεδρος της ΓΣΕΕ, Γ. Παναγόπουλος, καταστρατηγείται από την ελληνική κυβέρνηση μέσω της διαδικασίας με την οποία καθορίζεται ο κατώτατος μισθός, συνεχίζοντας να διατηρεί παγωμένες τις συλλογικές διαπραγματεύσεις που κατέληγαν έως και το 2012 στην εκάστοτε Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας.

Μάλιστα ο Γ. Παναγόπουλος επέκρινε την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ που διατήρησε τη διαδικασία μονομερούς διαμόρφωσης του κατώτατου μισθού βάσει του νόμου Βρούτση που είχε ψηφιστεί από την κυβέρνηση Σαμαρά. Πρόσθεσε, ωστόσο, ότι και η κυβέρνηση Μητσοτάκη πήγε ακόμη πιο πίσω και «το 2020 με πρόσχημα την πανδημία δεν έφερε καν τον μηχανισμό Βρούτση κι ενώ θα έπρεπε να είχε ξεκινήσει ήδη διαδικασία διαμόρφωσης του κατώτατου μισθού, προχώρησε σε νέα σιωπηλή παράταση για την αποστολή των προτάσεων των φορέων στον Οργανισμό Μεσολάβησης και Διαιτησίας (ΟΜΕΔ) και τον πρόεδρό του Δ. Παπαδημητρίου που έχει τον συντονισμό της όλης διαδικασίας».

Πώς προκύπτουν τα προτεινόμενα ποσά των 751 και 809 ευρώ; Σύμφωνα με το ΙΝΕ, ο Κ.Μ. δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται ως ένας οικονομικός δείκτης αλλά ως ένα μέσο αξιοπρεπούς διαβίωσης. Κι αυτή μπορεί να προσεγγιστεί μόνο εάν ο Κ.Μ. αντιστοιχεί στο 60% του εθνικού διάμεσου εισοδήματος, το οποίο χρησιμοποιείται ευρέως στον ορισμό του κινδύνου σχετικής φτώχειας, ενώ η αντιστοίχιση με το 50% του εθνικού διάμεσου εισοδήματος είναι ένδειξη απόλυτης φτώχειας.

Είναι δε χαρακτηριστικό ότι παρά την αύξηση του Κ.Μ. κατά 10,9% το 2019 από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, σύμφωνα με τα στοιχεία του ΟΟΣΑ που παραθέτει η ανάλυση του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ ο Κ.Μ. (των 650 ευρώ) σήμερα αντιστοιχεί στο 48,2% του διάμεσου μισθού. «Για να ανέλθει στο όριο του 60% του διάμεσου ακαθάριστου κατώτατου μισθού θα πρέπει ο τρέχων μισθός να αυξηθεί κατά περίπου 12 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με τον διάμεσο μισθό. Αυτό σημαίνει ότι για να καταστεί ο κατώτατος μισθός ως μισθός αξιοπρεπούς διαβίωσης, θα πρέπει να ξεπεράσει το προ οικονομικής κρίσης επίπεδό του».

Το ερώτημα επανέρχεται: Αντέχει η οικονομία την αύξηση του Κ.Μ.; Στην αναλυτική πρόταση που παρουσίασαν χθες διαδικτυακά ο πρόεδρος του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ Χρ. Γούλας και ο επιστημονικός διευθυντής του, πανεπιστημιακός καθηγητής Γ. Αργείτης, ειδική αναφορά έγινε στις μακροοικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις της αύξησης του κατώτατου μισθού.

Εξετάστηκαν οι μακροοικονομικές και οι κοινωνικές συνέπειες βάσει ενός σεναρίου κατά το οποίο ο κατώτατος μισθός αυξάνεται το δ΄ τρίμηνο του 2021 κατά 101 ευρώ και επιστρέφει στα 751 ευρώ. Η αύξηση του κατώτατου μισθού εκτιμάται ότι θα έχει θετική επίδραση στην οικονομική δραστηριότητα αφού θα ενισχύσει την εσωτερική ζήτηση. Συγκεκριμένα, το 2021 και το 2022 το ονομαστικό ΑΕΠ εκτιμάται ότι θα αυξηθεί κατά 0,09% και 2,43% αντίστοιχα σε σχέση με το βασικό σενάριο, το οποίο υποθέτει ότι ο κατώτατος μισθός μένει αμετάβλητος. Το 2021 το πραγματικό ΑΕΠ εκτιμάται ότι θα είναι κατά 0,86% υψηλότερο από το βασικό σενάριο, ενώ το 2022 η αντίστοιχη διαφορά εκτιμάται ότι θα είναι της τάξης του 1,06%.

Η παραγωγικότητα της εργασίας αναμένεται ότι θα ενισχυθεί κατά 0,51% το 2022, ενώ το 2021 δεν εκτιμάται ότι θα υπάρχει κάποια ουσιαστική επίδραση. Η εντονότερη οικονομική δραστηριότητα θα έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση του ποσοστού ανεργίας κατά επιπλέον 0,05% το 2021 και 0,59% το 2022. Παράλληλα, η αύξηση του κατώτατου μισθού θα δώσει ένα τέλος στις αποπληθωριστικές πιέσεις που κυριαρχούν σήμερα αφού θα επαναφέρει τον ρυθμό πληθωρισμού πιο κοντά στον στόχο που έχει θέσει η ΕΚΤ.

Σημείωσαν δε ότι στο μακροοικονομικό υπόδειγμα του ΙΝΕ «η πολλαπλασιαστική επίδραση μιας αύξησης της ζήτησης λαμβάνει χώρα με υστέρηση μιας περιόδου. Δεδομένου ότι χρησιμοποιούμε στοιχεία τριμηνιαίας συχνότητας, η πολλαπλασιαστική επίδραση της αύξησης του κατώτατου μισθού αρχίζει να γίνεται εμφανής το επόμενο τρίμηνο από αυτό στο οποίο αυξάνεται ο κατώτατος μισθός, δηλαδή, στα ευρήματά μας από το α΄ τρίμηνο του 2021. Γι’ αυτόν τον λόγο, η επίδραση του κατώτατου μισθού στα υπό εξέταση μακροοικονομικά μεγέθη το δ΄ τρίμηνο του 2021 είναι οριακή».

Επίσης, σημειώνεται ότι η ενισχυμένη οικονομική δραστηριότητα θα αυξήσει τα έσοδα της Γενικής Κυβέρνησης βελτιώνοντας το δημοσιονομικό ισοζύγιο, αλλά και τον λόγο χρέους προς ΑΕΠ. Το στοιχείο αυτό μπορεί να αποβεί κρίσιμο μετά την επιδείνωση των δύο αυτών μεγεθών ως αποτέλεσμα της δημοσιονομικής επέκτασης στην προσπάθεια αντιμετώπισης της ύφεσης λόγω πανδημικής κρίσης.

Τελευταία στην Ε.Ε. η Ελλάδα

Η Ελλάδα συγκαταλέγεται τελευταία στη δεύτερη ομάδα των κρατών-μελών της Ε.Ε. όσον αφορά το ύψος του κατώτατου μισθού με 758 ευρώ (υπολογίζονται 14 μισθοί) και ακολουθούν Πορτογαλία (776 ευρώ), Μάλτα (785 ευρώ), Σλοβενία (1.024 ευρώ) και Ισπανία (1.108 ευρώ). Στην κορυφή της λίστας βρίσκεται το Λουξεμβούργο με κατώτατο μισθό 2.202 ευρώ και στην τελευταία θέση η Βουλγαρία με κατώτατο μισθό 332 ευρώ.

Τι ορίζει ο νόμος

Οπως προβλέπει ο νόμος του 2013, «το ύψος του νομοθετημένου κατώτατου μισθού και νομοθετημένου ημερομισθίου θα πρέπει να καθορίζεται λαμβάνοντας υπόψη την κατάσταση της ελληνικής οικονομίας και τις προοπτικές της για ανάπτυξη από την άποψη της παραγωγικότητας, των τιμών και της ανταγωνιστικότητας, της απασχόλησης, του ποσοστού της ανεργίας, των εισοδημάτων και των μισθών».

Η τελευταία αναπροσαρμογή του κατώτατου μισθού έγινε τον Φεβρουάριο του 2019, όταν με απόφαση της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ αυξήθηκε κατά 10,9%, φτάνοντας στα 650 ευρώ (μικτά) έναντι 586 ευρώ (μικτά) που είχε μειωθεί με Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου τον Φεβρουάριο του 2012 (από 751 ευρώ που ήταν έως τότε).

Συντάκτης: Χριστίνα Κοψίνη

Τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν τις απόψεις των συγγραφέων τους

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΣΤΗΝ ΙΔΙΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ