Το θέμα της λειψυδρίας που, σύμφωνα με τους ειδικούς, αντιμετωπίζει η χώρα μας λόγω της παρατεταμένης ανομβρίας έχει οδηγήσει τους αρμόδιους φορείς να κινητοποιηθούν. Το πρόβλημα της λειψυδρίας βέβαια αποτελεί πονοκέφαλο για την ΕΥΔΑΠ που έχει να φροντίσει την ύδρευση μεγάλου μέρους του Λεκανοπεδίου και ιδιαίτερα την πρωτεύουσα και τους γύρω δήμους.
Τον τελευταίο καιρό ακούγονται συνεχώς διάφορα για κίνδυνο λειψυδρίας στην Αθήνα, για έκτακτα μέτρα κ.λπ. Αν δούμε το Δελτίο Αποθεμάτων που εκδίδει καθημερινά η ΕΥΔΑΠ, τα αποθέματα νερού στους ταμιευτήρες της είναι γύρω στα 690 εκατομμύρια κυβικά μέτρα νερού. Πενταπλάσια (και παραπάνω) σε σχέση με το έτος ελάχιστων αποθεμάτων (1993), αλλά περίπου τα 2/3 των αποθεμάτων της αντίστοιχης περσινής ημερομηνίας και σχεδόν τα μισά από τα αποθέματα του έτους μέγιστων αποθεμάτων (2019).
Φυσικά, δεν είναι οριακή ούτε κρίσιμη η κατάσταση, αλλά χρειάζεται προσοχή. Αν η παρατεταμένη ανομβρία συνεχιστεί, όντως θα υπάρξει σοβαρό πρόβλημα. Το υδρολογικό έτος ξεκινά την 1η Οκτωβρίου. Αν το ερχόμενο φθινόπωρο και ο χειμώνας που ακολουθεί δεν συνοδευτούν από βροχές και χιονοπτώσεις (ιδιαίτερα αυτές είναι πολύτιμες), κυρίως στις περιοχές του Μόρνου, του Εύηνου και της Υλίκης, το καλοκαίρι του 2025 θα είναι πολύ δύσκολο. Να σημειώσουμε τέλος ότι δεν είναι απολήψιμες (αντλήσιμες) όλες οι ποσότητες νερού που υπάρχουν στους ταμιευτήρες καθώς υπάρχει κάποιο όριο ασφαλείας.
Το πρόβλημα όμως με την ύδρευση της Αθήνας δεν είναι τωρινό. Ξεκινά από την αρχαιότητα. Θα δούμε πώς αντιμετωπίστηκε για εκατοντάδες χρόνια με το Αδριάνειο Υδραγωγείο, απομεινάρια του οποίου υπάρχουν μέχρι σήμερα στην Αττική και πώς στα νεότερα χρόνια με τη ραγδαία αύξηση του πληθυσμού της πρωτεύουσας αναζητούνταν λύσεις για νέες πηγές ύδρευσης. Εντυπωσιάζει μια έκθεση του 1899 που θα μπορούσε να έχει γραφτεί σήμερα. Ενας από τους συντάκτες της ήταν ο Πέτρος Πρωτοπαπαδάκης, μετέπειτα πρωθυπουργός και ένας από τους «έξι» που εκτελέστηκαν το 1922 στο Γουδί. Επίσης, θα ασχοληθούμε με το θέμα της αποχέτευσης της πρωτεύουσας από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα.
Το πρόβλημα της ύδρευσης υπάρχει από την αρχαιότητα στην Αθήνα. Οι κάτοικοι της αρχαίας Αθήνας αξιοποιούσαν τα νερά από τις πηγές της Πάρνηθας, της Πεντέλης και του Υμηττού, καθώς και τα ποτάμια της πόλης, Κηφισό, Ιλισό και Ηριδανό. Το πρώτο υδραγωγείο ήταν το Πεισιστράτειο (530 π.Χ.). Με το θέμα ασχολήθηκε ο φιλέλληνας Ρωμαίος αυτοκράτορας Αδριανός (117-138) κατασκευάζοντας μεταξύ άλλων έργων στην Αθήνα και το Αδριάνειο Υδραγωγείο.
Οι εργασίες για την κατασκευή του ξεκίνησαν το 134 και ολοκληρώθηκαν το 140 από τον διάδοχο του Αδριανού, Πίο Αντωνίνο. Το Αδριάνειο Υδραγωγείο μετέφερε νερό από την Πεντέλη και την Πάρνηθα μέσω σηράγγων στην περιοχή του Λυκαβηττού, όπου αποθηκευόταν σε λιθόκτιστη δεξαμενή χωρητικότητας περίπου 500 κυβικών μέτρων. Το συνολικό του μήκος ήταν 20-35 χιλιόμετρα. Για περίπου 1.800 χρόνια δεν έγινε κανένα συμπληρωματικό έργο ύδρευσης στην Αθήνα! Μάλιστα στα χρόνια του διαβόητου Χατζή Αλή Χασεκή, Οθωμανού διοικητή της Αθήνας στα τελευταία χρόνια του 18ου αι., το υδραγωγείο καταστράφηκε.
Οταν ιδρύθηκε το νέο ελληνικό κράτος, ο Δήμος Αθηναίων αναζήτησε τις σήραγγες του Αδριάνειου Υδραγωγείου. Πραγματικά, το 1840, μηχανικοί του δήμου κατάφεραν να τις εντοπίσουν. Ξεκίνησε τότε ο καθαρισμός τους με ταυτόχρονη ανακατασκευή των περισσότερων φρεατίων. Οι εργασίες συνεχίστηκαν για πολλά χρόνια και αποκατέστησαν σε μεγάλο βαθμό τη λειτουργία του υδραγωγείου. Το 1870 ανακαλύφθηκε και η δεξαμενή στο Κολωνάκι, η οποία είχε περιπέσει σε αχρηστία καθώς μεταβλήθηκε αρχικά σε στάνη, έπειτα σε εκκλησία και τελικά επιχωματώθηκε. Η δεξαμενή καθαρίστηκε, επεκτάθηκε και έφτασε σε χωρητικότητα τα 2.200 κυβικά μέτρα νερού.
Στα χρόνια του Χαρίλαου Τρικούπη και το 1899 επί κυβερνήσεως Κων. Θεοτόκη το θέμα της ύδρευσης της Αθήνας τέθηκε πάλι σε συζήτηση, όμως οικονομικοί λόγοι δεν επέτρεψαν να γίνει κάτι. Το ίδιο και το 1911, όταν πρωθυπουργός ήταν ο Ελευθέριος Βενιζέλος. Ομως οι Βαλκανικοί Πόλεμοι (1912-1913) και ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος ακύρωσαν κάθε σχετική προσπάθεια.
Η ULEN και η λίμνη του Μαραθώνα
Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή και τη ραγδαία αύξηση του πληθυσμού της Αθήνας ήταν κάτι παραπάνω από απαραίτητη η εξεύρεση μιας μόνιμης λύσης για την ύδρευση της Αθήνας και των γύρω οικισμών. Μετά από πολλές διαφωνίες, η λύση ήρθε στις 23/12/1924 με την υπογραφή της σύμβασης μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου, της αμερικανικής εταιρείας ULEN και της Τράπεζας Αθηνών. Το 1925 ξεκίνησαν τα πρώτα σύγχρονα έργα ύδρευσης στην Αθήνα. Σύμφωνα με τη σύμβαση, η ULEN ανέλαβε την κατασκευή, συντήρηση και εκμετάλλευση των έργων ύδρευσης Αθηνών, Πειραιώς και Περιχώρων. Ιδρύθηκε επίσης η Ανώνυμος Εταιρεία Υδάτων των Πόλεων Αθηνών – Πειραιώς και Περιχώρων (ΑΕΕΥ).
Από το 1926 ως το 1929 κατασκευάστηκε το Φράγμα του Μαραθώνα που είναι επενδυμένο με πεντελικό μάρμαρο, έχει ύψος 54 μ. και μήκος 265 μέτρα. Εσωτερικά αποτελείται από σκυρόδεμα, φτιαγμένο με θραυσμένο μάρμαρο, τσιμέντο και ηφαιστειακή τέφρα. Η κατασκευή του φράγματος δημιούργησε την τεχνητή λίμνη του Μαραθώνα στο σημείο της συμβολής των χειμάρρων Χάραδρου και Βαρνάβα, με συνολική χωρητικότητα 44 εκατομμύρια κυβικά μέτρα νερού.
Για τη μεταφορά του νερού από τη λίμνη του Μαραθώνα προς την Αθήνα κατασκευάστηκε η σήραγγα Μπογιατίου (Αγίου Στεφάνου) μήκους 13,4 χιλιομέτρων. Η σήραγγα αυτή μεταφέρει ακατέργαστο νερό στις εγκαταστάσεις επεξεργασίας νερού στο Γαλάτσι και από εκεί διοχετεύεται μέσω νέου δικτύου. Τον Ιούνιο του 1931 έγιναν τα εγκαίνια του νέου συστήματος ύδρευσης της πρωτεύουσας.
Ως το 1940 λειτουργούσε παράλληλα και το Αδριάνειο Υδραγωγείο. Μετά τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και του Εμφυλίου ο πληθυσμός της Αθήνας αυξήθηκε σημαντικά. Μετά από νέες διαφωνίες, αποφασίστηκε να αξιοποιηθούν τα νερά της λίμνης Υλίκης της Βοιωτίας. Καθώς η λίμνη βρίσκεται σε χαμηλό υψόμετρο, η άντληση του νερού γίνεται με μια σειρά από αντλιοστάσια. Το κεντρικό αντλιοστάσιο της Υλίκης είναι το μεγαλύτερο της Ευρώπης. Και πάλι όμως οι ανάγκες της Αθήνας και των γύρω δήμων για υδροδότηση αυξάνονταν.
Το φράγμα του Μόρνου
Το 1965 αποφασίστηκε να γίνει μελέτη για μεταφορά νερού από τον ποταμό Μόρνο (στην αρχαιότητα λεγόταν Δάφνος) της Κεντρικής Στερεάς. Η χούντα ανέθεσε το έργο σε εταιρεία κοινοπραξιών με τη μέθοδο της αυτοχρηματοδότησης. Η μελέτη για το έργο παραδόθηκε το 1968. Η δημοπράτησή του έγινε το 1972. Το 1978 η σύμβαση αναθεωρήθηκε. Ως το 1979 το έργο είχε κοστίσει 16 δισ. δραχμές έναντι αρχικού προϋπολογισμού 4,7 δισ.! Τα εγκαίνιά του έγιναν τον Νοέμβριο του 1979 χωρίς αυτό να έχει ολοκληρωθεί! Λειτούργησε δοκιμαστικά το καλοκαίρι του 1980, για λίγο καιρό όμως. Παρουσιάστηκαν ζημιές σύντομα, ενώ και οι σεισμοί του Φεβρουαρίου 1981 προξένησαν νέες φθορές. (Τα στοιχεία για τις περιπέτειες του φράγματος του Μόρνου δεν υπάρχουν στο επίσημο site της ΕΥΔΑΠ και προέρχονται από την εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος – Λαρούς – Μπριτάνικα)
Τελικά, οριστικά το 1981 ο Μόρνος άρχισε να τροφοδοτεί με τα νερά του την Αθήνα. Το χωμάτινο φράγμα του (126 μ. ύψος) είναι το ψηλότερο της Ευρώπης. Η παρατεταμένη ξηρασία είχε ως αποτέλεσμα στις αρχές της δεκαετίας του ’90 τα αποθέματα των ταμιευτηρίων της ΕΥΔΑΠ να φτάσουν σε οριακά επίπεδα. Ως λύση προκρίθηκε η εκτροπή του ποταμού Εύηνου (Φείδαρη) της Δυτικής Στερεάς Ελλάδας προς τον ταμιευτήρα του Μόρνου με την κατασκευή σήραγγας μήκους 29,4 χιλιομέτρων. Για τη μεταφορά του ακατέργαστου νερού κατασκευάστηκαν δύο μεγάλοι ταμιευτήρες, του Μόρνου και της Υλίκης, και ενωτικά υδραγωγεία με τα οποία το νερό μεταφέρεται στις τέσσερις μονάδες επεξεργασίας νερού: του Γαλατσίου, του Πολυδενδρίου, του Ασπροπύργου και των Αχαρνών.
Η επίκαιρη μελέτη του 1899
Στις 25 Μαρτίου 1899 ο Ανδρέας Κορδελλάς, μηχανικός μεταλλειολόγος, ο Ηλίας Ι. Αγγελόπουλος, νομομηχανικός, και ο μηχανικός μεταλλειολόγος Πέτρος Ε. Πρωτοπαπαδάκης παρουσίασαν μια μελέτη-πρόταση για «την οριστική λύση» στο πρόβλημα ύδρευσης της Αθήνας. Οι τρεις επιστήμονες πρότειναν τη μεταφορά νερού από τη λίμνη Στυμφαλία της Κορινθίας και τον Βοιωτικό Κηφισό. Υπολογίζουν ότι τα έργα που θα απαιτούνταν θα κόστιζαν 40 εκατ. δραχμές. Ιδιαίτερη εντύπωση μας προκάλεσε μια παράγραφος της μελέτης. Σε αυτήν, οι Κορδελλάς – Αγγελόπουλος και Πρωτοπαπαδάκης μέμφονται όσους θεωρούν ότι η Αττική μπορεί να τροφοδοτήσει με δικό της νερό τον αυξανόμενο πληθυσμό της Αθήνας και του Πειραιά:
«Σε όσους διατείνονται ότι το λεκανοπέδιο της Αττικής και τα γύρω όρη μπορούν να δώσουν άφθονο και καλής ποιότητας νερό σε ποσότητα επαρκή για τον από μέρα σε μέρα αυξανόμενο πληθυσμό των δύο πόλεων (Αθήνας και Πειραιά) απαντούμε ότι όχι μόνο βέβαιο δεν είναι αυτό, αλλά και αν γινόταν, η αποστράγγιση του εδάφους θα ήταν τέτοια ώστε θα μετέβαλε εντελώς την όψη του αττικού λεκανοπεδίου, αποστερώντας τα νερά όλων γενικά των ιδιωτικών κτημάτων και μετασχηματίζοντας τούτο (το αττικό πεδίο) εις “εντελή Σαχάραν”». (Κάναμε απόδοση του κειμένου στη δημοτική, καθώς ήταν γραμμένο σε καθαρεύουσα)
Το έργο της αποχέτευσης
Ενα εξίσου μεγάλο θέμα για την Αθήνα και την Αττική γενικότερα είναι αυτό της αποχέτευσης. Στην αρχαιότητα η πόλη δεν διέθετε οργανωμένο δίκτυο αποχέτευσης. Υπήρχαν ανοικτά συστήματα αποχέτευσης που δημιουργούσαν νοσογόνες εστίες σε λιμνάζοντα σημεία με αποτέλεσμα την πρόκληση σοβαρών ασθενειών, όπως η χολέρα και η πανώλη. Αυτή η πρακτική συνεχίστηκε για περίπου 15 αιώνες, οπότε αντικαταστάθηκε από το σύστημα διοχέτευσης των λυμάτων σε σηπτικούς-απορροφητικούς βόθρους. Οταν γέμιζαν αυτοί, ανοίγονταν άλλοι ή γινόταν συλλογή των λυμάτων σε δοχεία με τα οποία απορρίπτονταν σε χειμάρρους και ρέματα προκαλώντας τεράστια προβλήματα δημόσιας υγείας και περιβάλλοντος.
Στη νεότερη Αθήνα, το 1840 ξεκίνησε μια προσπάθεια συστηματικής κατασκευής δικτύου συλλογής και μεταφοράς ακαθάρτων και ομβρίων υδάτων. Το 1860 κατασκευάστηκε από Γάλλους ο παντορροϊκός αγωγός της Σταδίου. Ωστόσο, σύμφωνα με την εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος – Λαρούς – Μπριτάνικα, τα νερά του αγωγού (έτος κατασκευής του αναφέρει το 1858) κατέληγαν στον Κηφισό και από εκεί στη θάλασσα.
Στη διαδρομή, τα νερά χρησιμοποιούνταν για άρδευση λαχανόκηπων (!), με αποτέλεσμα συχνά να ξεσπούν επιδημίες. Μεταξύ 1880-1890 καλύφθηκε το ανοιχτό ρέμα του Κυκλοβόρου με λιθόκτιστο αγωγό μεγάλης διαμέτρου (περίπου 3 μέτρα). Ως το 1893 είχαν κατασκευαστεί 11,5 χλμ. αποχετευτικού δικτύου, όμως οι ανάγκες ήταν περίπου για δίκτυο 90 χιλιομέτρων. Το 1922-23 μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή και τη ραγδαία αύξηση του πληθυσμού της Αθήνας ξεκίνησαν νέες συζητήσεις και μελέτες για την αποχέτευση της πόλης. Το 1925 ο Δήμος Αθηναίων είχε κατασκευάσει δύο μεγάλους αγωγούς στις οδούς Μάρνη και Παιωνίου, ενώ ξεκίνησε και κάλυψη άλλων ρεμάτων.
Ομως, μια σοβαρή επιδημία δάγκειου πυρετού (1928) και μια πλημμύρα το 1929 έφεραν και πάλι στο προσκήνιο το ζήτημα της αποχέτευσης. Το 1930 ολοκληρώθηκε η κατασκευή αγωγού ακαθάρτων του ρέματος Προφήτη Δανιήλ με τελικό αποδέκτη το Φαληρικό Δέλτα. Επρόκειτο για αγωγό με χερσαίο μήκος 6,5 χλμ. και υποθαλάσσιο 700 μέτρων. Το 1933 ανατέθηκε μελέτη από το Δημόσιο σε κοινοπραξία εργοληπτικών εταιρειών, οι οποίες συνέστησαν την Ανώνυμο Εταιρεία Κατασκευής Υπονόμων Αθηνών και Περιχώρων (μετέπειτα Υδρέξ) για την κατασκευή υπονόμων ακαθάρτων και ομβρίων υδάτων με βάση την προμελέτη του καθηγητή Φαντόλι.
Από το 1931-32 είχε απαγορευτεί σε ιδιώτες η κατασκευή απορροφητικών βόθρων σε δρόμους με δίκτυα υπονόμων, ενώ παράλληλα ο δήμος αφαίρεσε το δικαίωμα από τους ιδιώτες για κατασκευή κάθε είδους υπονόμων.
Από το 1934 ως το 1939 έγιναν σημαντικά έργα: καλύφθηκαν 17 ρέματα, κατασκευάστηκαν οι μεγάλοι αγωγοί Ρηγίλλης και Βασιλίσσης Σοφίας και η αντιπλημμυρική τάφρος του Λόφου του Φιλοπάππου. Με βάση την προμελέτη Φαντόνι, παρά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο έγιναν τρία σημαντικά έργα: η κατασκευή κεντρικού αποχετευτικού αγωγού, η κατασκευή μεγάλου και βασικού συλλεκτήρα για τον Κηφισό και η διευθέτηση τμημάτων του Ιλισού.
Οι χαβούζες του ’70-’80
Η νέα μεγάλη αύξηση του πληθυσμού της Αθήνας μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο οδήγησε στη λειτουργία του ΟΑΠ (Οργανισμός Αποχετεύσεως Πρωτευούσης) το 1954. Από το 1950 είχε ξεκινήσει προμελέτη για την αποχέτευση της πρωτεύουσας σε έκταση 200.000 στρεμμάτων. Η προμελέτη παραδόθηκε… ταχύτατα, το 1963 (φυσικά ειρωνευόμαστε την καθυστέρηση σύνταξής της), όμως με διάφορες τροποποιήσεις, αλλά αποτέλεσε τη βάση για την κατασκευή του αποχετευτικού δικτύου της Αθήνας. Από το 1950 ως το 1980 κατασκευάστηκαν αγωγοί ακαθάρτων μήκους 1.700 χλμ. και ομβρίων 300 χλμ., ο Παρακηφίσιος Συλλεκτήρας και ο Παραλιακός Συλλεκτήρας της ακτής Σαρωνικού.
Μελέτη της αγγλικής εταιρείας Watson το 1976 θεωρήθηκε απαράδεκτη από το ΤΕΕ. Η μελέτη το 1977 πρότεινε να μην κατασκευαστούν αποχετευτικά δίκτυα ακαθάρτων σε Θριάσιο, Δυτική Αθήνα, Μεσόγεια και στις παραλιακές περιοχές του Ν. Ευβοϊκού και του Σαρωνικού παρά μόνο σηπτικοί – απορροφητικοί βόθροι και 21 περιφερειακές χαβούζες.
Στο μεταξύ, τα βυτιοφόρα εκκένωσης βόθρων άδειαζαν στη χαβούζα του Σχιστού που λόγω αλλεπάλληλων βλαβών αχρηστεύθηκε. Το 1978 η κυβέρνηση Κων. Καραμανλή πρότεινε να δημιουργηθούν 8 περιφερειακές χαβούζες (σε Αργυρούπολη, Μεταμόρφωση, Καλογρέζα, Πετρούπολη κ.α.) και ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων από τους κατοίκους των περιοχών αυτών, αλλά και του Κερατσινίου που απαιτούσαν την απομάκρυνση της χαβούζας από την περιοχή τους. Το Κερατσίνι και η Αμφιάλη υπέφεραν περισσότερο από τη δυσοσμία της χαβούζας που αποτελούσε μια υγειονομική βόμβα για ολόκληρη τη Δυτική Αττική. Οι κινητοποιήσεις και οι σφοδρές συγκρούσεις με την Αστυνομία κορυφώθηκαν το 1980, όταν η κυβέρνηση επιχείρησε να ανοίξει τάφρους στο νότιο τμήμα του Αμαρουσίου και να επισκευάσει τη χαβούζα του Κερατσινίου.
Την ίδια χρονιά συγχωνεύτηκαν η Ελληνική Εταιρεία Υδάτων (ΕΕΥ) Αθηνών, Πειραιώς και Περιχώρων και ο ΟΑΠ. Ιδρύθηκε έτσι η ΕΥΔΑΠ (Εταιρεία Υδρεύσεως και Αποχετεύσεως Πρωτευούσης), στην οποία περιήλθαν οι υποχρεώσεις του τέως ΟΑΠ, εκτός από την κατασκευή δευτερευόντων αγωγών ακαθάρτων και τη σύνδεση των ακινήτων με τα δίκτυα που εκχωρήθηκαν στους ΟΤΑ. Τα τελευταία χρόνια το δίκτυο αποχέτευσης της Αθήνας επεκτάθηκε και το συνολικό του μήκος φτάνει τα 8.000 χιλιόμετρα.