Της Άννας Μάλιου
Το μεθυστικό τρέκλισμα του ποταμού
ή
εσύ που φεύγοντας για το ταξίδι στα Κύθηρα με το Θίασό σου, ακολουθώντας μια ημέρα μετά την Αιωνιότητα, έφερες το καταχείμωνο στον κινηματογραφικό μύθο, επιδαψιλεύοντας τη σκόνη του Χρόνου για πάντα, στο κενόβλεμμα της urban κουλτούρας
*στη μνήμη του Theo, του ονειροπλόκου, του ανθρώπου που χειρούργησε τα τραύματα της εμφυλιακής Ελλάδας με τη μαεστρία κάποιου, που κρατούσε μονάχα τον μαγικό φανό με χέρια που δεν έτρεμαν-
Σε μνημειώδεις εικόνες ο σκηνοθέτης Θόδωρος Αγγελόπουλος προσέδωσε το κοινωνικό ισοδύναμο μιας κοινωνίας που εξελίσσεται, είτε αυτή ονομαζόταν γενέτειρα, είτε τούτη καταγραφόταν με ευρύτερο τρόπο ως βαλκανική. Έτσι έγραψε ιστορία στο πανί ο Theo κι ας μην εθεάθη όσο θα έπρεπε.
Εν αρχή ήσαν με βεβαιότητα οι εικόνες: το γέρικο λαθροζεύγαρο που μοιάζει σαν να προσάραξε στην άμμο, εκχύοντας μια μοναδική επενέργεια στον θεατή από ‘‘το ταξίδι στα Κύθηρα’’ (1984), η ατελείωτα κουρασμένη ματιά στο πρόσωπο του ‘‘Μελισσοκόμου’’ (1986), καθ’ όλη τη διάρκεια του ταξιδιού του προς το Νότο και τον Θάνατο, την οποία έριξε, δημιουργώντας ρίγη, ο Marcello Mastroianni, ενσαρκώνοντας εκείνον που με κάθε αξιοπρέπεια ξαστόχησε. Μετά ήλθαν τα πιασμένα από το χέρι αδέλφια, καθ’ οδόν προς το ‘‘Τοπίο στην Ομίχλη’’ (1988), μοτίβο καρτποσταλικό και συγχρόνως πρόγευση του διάχυτου υλικού της ύστερης φιλμογραφίας.
Πάντα χειμώνας στα αγγελοπουλικά πλάνα, πάντα χειμερινή η ατμόσφαιρα για τον μεγάλο μελαγχολικό επικό ποιητή του ευρωπαϊκού κιν/φου, ένας χειμώνας που περιέγραφε με τρόπο γενικό την πολιτικό-κοινωνική συνθήκη: τον κοινωνικό παγετώνα της Ελλάδας μετά την ψυχρολουσία-σοκ της δικτατορίας των συνταγματαρχών, την ίδια στιγμή που απ’ άκρη εις άκρη σ’ ολόκληρη την Ευρώπη, σκόρπιζε την εξουσία του το απάνθρωπο καθεστώς, με το προσωπείο της τεχνοκρατούσας μηχανής από τον Ψυχρό Πόλεμο και εκείθε, δημιουργώντας μια Ευρώπη-φρούριο.
Και τελικά, να περιγράφεται το χιόνι και η παγωνιά και ο λήθαργος εν είδει χειμερίας νάρκης των Διανοούμενων μετά τη διάλυση των ουτοπιών.
Ο Mastroianni, ο Harvey Keitel και ο Bruno Ganz ανεδείχθησαν ως εκπρόσωποι της αγγελοπουλικής δημιουργίας, οι οποίοι δεν ήσαν επιφορτισμένοι με κατιτίς περισσότερο, από το να γλιστρούν σε λασπωμένες χιονισμένες εκτάσεις με σηκωμένα τα πέτα των παλτών και το κεφάλι σκυφτό, δίχως να τους επιτρέπεται σε καμμιά των περιπτώσεων να γελάσουν. Ιδωμένοι μέσα από το ιδεοϊστορικό πρίσμα μοιάζουν ούτε εκεί να μη βρίσκουν στέγη-στην Ιδέα που κινεί την Ιστορία- τω όντι πρόσφυγες.
Το υπομένον πολιτικό όνειδος ερέθιζε μονίμως τον Θόδωρο Αγγελόπουλο παρακινώντας τον να το επιστρέφει στο κοινό μέσω κοσμοειδώλων, που κατόπιν έγιναν μνημεία φωτογραφίας, οι μαύρες μάζες των μεγάλων ποταμών ή των σιδηροδρομικών σταθμών ή των υψωμένων συνοριακών τειχών που χορογραφούνταν με τεχνικές βωβού κινηματογράφου για να καταδειχθεί η αποσόβηση. Στον αριστερό διανοητή χάρισε κατ’ ελάχιστο ένα κινηματογραφικό άσυλο κατά τη δεκαετία του ’80 και των πρώιμων 90’ς-ιστορικοί φασικοί κόμβοι απομάγευσης- άσυλο που θα μπορούσε να φέρει προμετωπίδα μυθιστορήματος, εκείνη που εγκάλεσε και ο Ούγγρος László Krasznahorkai ‘‘η μελαγχολία της αντίστασης’’, ως σύνθημα μιας γενικότερης αντιληπτικής κατάστασης της εποχής.
Ο αγγελοπουλικός απόηχος σε Λογοτεχνία και Μουσική
Παρόλα αυτά ο Theo δεν εφόρμησε ποτέ από τη στιγμή και δεν ενέδωσε στην παροδική παρόρμηση για να κάνει κιν/φο. Βρήκε την έμπνευσή του στο Παρίσι των πρώιμων 60’ς και όπως οι σκηνοθέτες της Nouvelle Vague διαθέτει λογοτεχνικά ερείσματα ως κάτοπτρα του έργου του. Τα μακρόσυρτα πλάνα του αποτελούν μαρτυρία αυτού του υπόβαθρου και βρίσκουν τις αντιστοιχίες τους μόνο στις δομές του λογοτεχνικού λόγου και στις μουσικές παρτιτούρες των συνθετών. Οι πολλαπλές προοπτικές που ενσωματώθηκαν υλικοτεχνικά υπήρξαν υψηλού λογιστικού κόστους, αυτές οι εξαιρετικά πολύπλοκες κατασκευές των εικόνων, το παρελθόν και το παρόν, οι εικόνες των παρυφών και η κεντρική, η επιφανειακή δράση και το ιστορικό υπόβαθρο σε ένα κλειστό αφηγηματικό κίνημα, «ο Χωρομέτρης που ταξίδευε στον χρόνο» (Wolfram Schütte) εξαρτήθηκαν πολύ από τους άνδρες που βαστούσαν τη φωτογραφική μηχανή για να είναι σε θέση να υλοποιήσει τις ιδέες του. Στον Γιώργο Αρβανίτη βρήκε το κινηματογραφικό του μάτι , στον χλευαστή Πέτρο Μάρκαρη με την καυστική έκφραση βρήκε το σατιρικό στοιχείο, περισσότερο δημοφιλής στην Εσπερία για τα αστυνομικά του μυθιστορήματα παρά για τις συμμετοχές στο αγγελοπουλικό έργο, μια αντίθεση που περιέγραφε και η Ελένη Καραΐνδρου ως συνθέτης των μουσικών επενδύσεων των ταινιών του Θόδωρου: ‘‘του έντυσα τις ταινίες με ελεγειακή μουσική απολαμβάνοντας μεγαλύτερη επιτυχία εγώ παρά αυτός που έφτιαξε το όλον.’’
Οι ταινίες για το σινεφίλ κοινό της Γερμανίας δεν κινήθηκαν ικανοποιητικά επειδή τα νούμερα είναι πάντα μονοψήφια για τέτοιου είδους δημιουργούς. Ο γιος του αρωματοποιού όμως που ξεκινούσε το 1935 από την Αθήνα δεν θα τα είχε ποτέ καταφέρει χωρίς την υποστήριξη της δημόσιας γερμανικής ραδιοφωνίας και τηλεόρασης.
Το ταξίδι τελειώνει στην καρδιά του ερέβους-Sarajevo
Το 1995 μέσα σε ένα τρίωρο προβολής αφήνει τους συμμετέχοντες στο Φεστιβάλ Καννών άναυδους. Πρόκειται για το ‘‘βλέμμα του Οδυσσέα’’, που παρουσίαζε τον πρωταγωνιστή να επιστρέφει στα πάτρια εδάφη περιδιαβαίνοντας τα βαλκανικά ερείπια. Η ταινία κλείνει αφήνοντας τον θεατή στην καρδιά του ερέβους που δεν είναι άλλη από το Σεράγεβο.
Το βλέμμα του Οδυσσέα είναι κατάκοπο από την κούραση, γυρνά και κοιτά τα τοπία της παιδικής του ηλικίας και δεν βρίσκει τίποτε το οικείο σ’ αυτά. Μετρά τα ίχνη αμέτρητων Οδυσσέων και εφευρετών τους οποίους κατεδίωξε ο κάθε σφετεριστής, ο κάθε κατακτητής. Μια γυναίκα η Maia Morgenstern επιστρέφει στο σπιτικό της στις όχθες του Δούναβη, άδεια και κούφια από τα βιώματα, κατευθυνόμενη σχεδόν μηχανικά προς το ποτάμι για να πλύνει ρούχα , τα οποία θα παραμείνουν αφόρετα.
Η ημιτελής άλλη θάλασσα
Στις 24 Γενάρη του 2012 ο Theo τραυματίζεται θανάσιμα σε τροχαίο κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων της ταινίας ‘‘Η άλλη Θάλασσα’’
Την ονειρεύτηκε, την έκανε λίκνο, την διέσχισε χωρίς νομίσματα ανα χείρας μετατρέποντας τον βαρκάρη σε εμβληματικό κομπάρσο του τελευταίου γκρο πλαν της Αθανασίας.
Κρατήστε εσείς τις επαύλεις, τις πισίνες, τα χρηματιστήρια, τους ουρανοξύστες, τις τράπεζες, τις πολυεθνικές, τις λιμουζίνες, τα κότερα, τους οίκους της μόδας, το χρήμα, να κρατήσουμε κι εμείς τους δικούς μας:
Θόδωρος Αγγελόπουλος, Rainer Werner Fassbinder, Wim Wenders, Lars von Trier, Michelangelo Antonioni, Κακογιάννης, Rainer Maria Rilke, Μπωντλαίρ, Paul Valery, Novalis, Paul Celan, Heinrich Heine, Goethe, Nietzsche, Klaus Demus, L. Wittgenstein, Stefan Zweig, Nelly Sachs, Bernardo Bertolucci, Pedro Almodovar, Κουροσάβα, Άϊζενσταιν, Emir Kusturica, Galeano, Wong Kar–wai, Eλύτης, Σικελιανός, Ρίτσος, Λόρκα, Heidegger, Μαγιακόφσκι, Ντοστογιέφσκι, Τσέχωφ, Sexton, Kane, Bachmann, Woolf, Jean–Luc Godard και τόσοι πολλοί ακόμη που δεν σας ανήκουν, αφού δεν γνωρίσατε ποτέ.
Εδώ κλείνει ο λογαριασμός, άπαντα τα συμβαλλόμενα μέρη θα κείνται εφ’ ω ετάχθησαν.-