Tο περίφημο πολυνομοσχέδιο με τα «προ-απαιτούμενα» αποτελεί πλέον νόμο του κράτους. Ανάμεσά τους και η διάταξη σχετικά με το ποσοστό απαρτίας που θα απαιτείται ώστε να ληφθεί η απόφαση για την κήρυξη απεργίας- μια διάταξη που πυροδότησε αντιδράσεις καθώς τα σωματεία θεωρούν ότι δεν είναι παρά η αρχή μια σειράς κρατικών παρεμβάσεων στο δικαίωμα των εργαζομένων να απεργούν.
της Φραγκίσκας Μεγαλούδη στο ThePressProject
Πώς φτάσαμε όμως ώστε το δικαίωμα στην απεργία και τον συνδικαλισμό – το οποίο και προστατεύεται από τον Διεθνή Οργανισμό Εργασίας με την συνθήκη του 1948, από τον κοινωνικό χάρτη του Συμβουλίου της Ευρώπης (1961) και τέλος από τη διεθνή συνθήκη οικονομικών κοινωνικών και πολιτιστικών δικαιωμάτων του ΟΗΕ (1966)- να αμφισβητείται;
Τι συνέβη και τα εργατικά συνδικάτα απαξιώθηκαν τόσο πολύ ώστε στη συνείδηση των περισσότερων οι συνδικαλιστές να είναι συνώνυμο της διαφθοράς;
Which side are you on?*
Μεταξύ 1950 και 1970 το ένα τρίτο των αμερικανών εργατών ηταν οργανωμένο σε σωματεία με δυναμική παρουσία και απεργίες διαρκείας. Από τα μέσα της δεκαετίας του ’70 όμως η κατάσταση αλλάζει δραματικά. Είναι η εποχή όπου η πρώτη μεγάλη ενεργειακή κρίση δοκιμάζει τον πλανήτη, το δολάριο αποδυναμώνεται και η οικονομία δέχεται τους πρώτους κλυδωνισμούς.
Η πτώση του συνδικαλισμού θα γίνει ακόμα εντονότερη στις δεκαετίες του 1980 και 1990, ως αποτέλεσμα των πολιτικών και οικονομικών μεταρρυθμίσεων της εποχής. Το άνοιγμα στις αγορές τρίτων χωρών θα αυξήσει τον ανταγωνισμό στις διάφορες βιομηχανικές μονάδες οι οποίες θα εκβιάζουν με φυγή στο εξωτερικό κάθε φορά που τα συμφέροντά τους θα απειλούνται. Η απελευθέρωση των αγορών και οι διακρατικές συμφωνίες (όπως η περίφημη NAFTA) θα φέρει τα συνδικάτα σε δυσχερή θέση καθώς νέες εταιρίες με χαμηλό εργατικό κόστος μπαίνουν τώρα στο παιχνίδι της αγοράς και διεκδικούν όλο και μεγαλύτερο μερίδιο.
Σήμερα στον Καναδά η οργάνωση των εργατών σε συνδικάτα αγγίζει το 16% ενώ στις ΗΠΑ μόλις το 7%. Παράλληλα οι μεγάλες απεργίες έχουν μειωθεί δραματικά. Μεταξύ 1980 και 1982 οι απεργίες στις ΗΠΑ έπεσαν από 187 το χρόνο σε 96 για να φτάσουν τις 39 το 2002 και να ακολουθήσουν μια καθοδική πορεία. Μεταξύ 2007 και 2016 έγιναν κατά μέσο όρο 14 στάσεις εργασίας με αποκορύφωμα το 2009 όπου καταγράφηκαν στις Ηνωμένες Πολιτείες μόνο 5 ωριαίες στάσεις εργασίας.
Στην Γαλλία, χώρα με παράδοση στον συνδικαλισμό και ισχυρές εργατικές κινητοποιήσεις, μόνο το 8% των εργατών συμμετέχουν στο συνδικαλιστικό κίνημα. Αν και οι εργάτες καλύπτονται απο συλλογικές συμβάσεις εργασίας το μέλλον διαγράφεται ζοφερό. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε που το πρώτο μέλημα του προέδρου Μακρόν ήταν να νομοθετήσει νέες εργατικές μεταρρυθμίσεις βάση των οποίων οι απολύσεις και οι προσλήψεις θα γίνονται ευκολότερες ενω η προστασία που προσφέρουν οι συλλογικές συμβάσεις μειωνεται σταδιακά.
Η αρχή του τέλους του συνδικαλισμού
Η οικονομική κρίση και η εργασιακή ανασφάλεια έδωσαν το απόλυτο άλλοθι στις κυβερνήσεις να θεσπίσουν μια σειρά από νόμους που καθιστούσαν την οργάνωση των εργατών σε συνδικάτα όλο και πιο πολύπλοκη και τις απεργίες παράνομες.
Τον Αύγουστο του 1981 στις ΗΠΑ, 13.000 από τους 17.500 ελεγκτές εναέριας κυκλοφορίας προχώρησαν σε απεργία διαρκείας διεκδικώντας καλύτερους μισθούς, συνταξιοδοτικά προνόμια και λιγότερες ώρες εργασίας. Ο πρόεδρος Ρήγκαν σε διάγγελμά του, δίνει 48 ώρες διορία να επιστρέψουν στις δουλειές τους. Τα μέσα ενημέρωσης κρατούν αρνητική στάση στην απεργία στρέφοντας τους πολίτες εναντίον των ελεγκτών οι οποίοι «απολάμβαναν ήδη υψηλούς μισθούς και προνόμια ενώ παράλληλα έθεταν την ασφάλεια των ΗΠΑ σε κίνδυνο».
Η απεργία θεωρήθηκε παράνομη και οι πρωτεργάτες του συνδικάτου των ελεγκτών αντιμετώπισαν ποινές φυλάκισης. Δύο μέρες αργότερα η απεργία θα λήξει όταν ο πρόεδρος Ρήγκαν θα απολύσει 11.000 ελεγκτές και θα τους απαγορέψει δια βίου να εργαστούν στον δημόσιο τομέα.
Η απεργία αυτή θεωρήθηκε από πολλούς ως η αρχή του τέλους για τον συνδικαλισμό στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Μια στάση που θα εμπνεύσει την Μάργκαρετ Θάτσερ, όταν 3 χρόνια αργότερα θα ξεσπάσει η μεγάλη απεργία των ανθρακωρύχων στην Μεγάλη Βρετανία και θα αποτελέσει το τέλος του πανίσχυρου συνδικάτου τους στη χώρα.
Το «δικαίωμα στην εργασία»
Το δικαίωμα στην απεργία σταδιακά θα μετατραπεί σε «δικαίωμα στην εργασία» και οι απεργίες θα θεωρηθούν ως μέσο «εκβιασμού και ομηρίας των πολιτών». Έτσι θα θεσπιστούν μια σειρά από νόμοι που διευκολύνουν την ποινικοποίησή τους.
Ο νόμος Taft–Hartley που ψηφίστηκε από το αμερικάνικο Κογκρέσο το 1947 –παρά το βέτο του προέδρου Τρούμαν- θα αποτελέσει το άλλοθι στις ΗΠΑ για τη θέσπιση νομοθετικών πράξεων που διασφαλίζουν το «δικαίωμα στην εργασία» έναντι της απεργίας. Οι νόμοι αυτοί επιτρέπουν -μεταξύ άλλων- στον εργοδότη να απολύσει όποιον εργάτη απεργεί ή ανήκει σε σωματείο ενώ παράλληλα του δίνει το δικαίωμα να στραφεί νομικά εναντίον συνδικάτων. Τον Δεκέμβριο του 2012 το Μίσιγκαν έγινε η 24η πολιτεία όπου το «δικαίωμα στην εργασία» νομοθετήθηκε παρά τις διαμαρτυρίες χιλιάδων πολιτών. Εντύπωση προκαλεί πως ακόμα και ο πρόεδρος Ομπάμα τάχθηκε κατά του νόμου δηλώνοντας ότι δεν μειώνει την ανεργία αλλά οδηγεί όλο και περισσότερο σε κακοπληρωμένη εργασία. Σήμερα το «δικαίωμα στην εργασία» ισχύει σε 28 πολιτείες.
Παρόμοιοι νόμοι θα ισχύσουν στην Αγγλία και στην Αυστραλία ενώ στον Καναδά μια σειρά νόμων γνωστοί ως «επιστροφή στην εργασία» θα τεθούν σε ισχύ από τον Μάιο του 2011 με αφορμή την απεργία διαρκείας των ταχυδρομικών υπηρεσιών της χώρας. Οι ίδιοι νόμοι χρησιμοποιήθηκαν ως μέσο πίεσης των πιλότων και των τεχνικών της AirCanada όταν τον Μάρτιο του 2012 προσπάθησαν να επαναδιαπραγματευθούν τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας.
Και όπου οι νόμοι και οι απολύσεις δεν είναι αρκετές για να κάμψουν τις απεργίες οι δυνάμεις καταστολής αναλαμβάνουν δράση. Στις 16 Αυγούστου του 2012 η αστυνομία θα πυροβολήσει εναντίον των απεργών ανθρακωρύχων της Μαρικάνα στη Νότια Αφρική σκοτώνοντας 47 άτομα και τραυματίζοντας 78.
Όταν η αυθαιρεσία χάνεται στις διαφημίσεις…
Δεν είναι όμως μόνο οι κυβερνήσεις που φροντίζουν για το «δικαίωμα στην εργασία» του λαού. Με τη γενικευμένη χρήση εργατών μερικής απασχόλησης και την κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων οι μεγάλες εταιρείες βρήκαν τρόπο να διαλύουν τα εργατικά συνδικάτα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η Wal-Mart η οποία συστηματικά προσλαμβάνει χαμηλόμισθους εργάτες –συχνά μετανάστες και μειονότητες- σε καθεστώς μερικής απασχόλησης ώστε να μην έχουν την δυνατότητα να οργανωθούν ή να απεργήσουν.
Καθώς η μεγάλη πλειοψηφία των μέσων ενημέρωσης ανήκει σε ιδιώτες που έχουν στενές σχέσεις τόσο με εταιρείες κολοσσούς όσο και με πολιτικά πρόσωπα, η απαξίωση των εργατικών κινητοποιήσεων προωθείται έντονα. Οι απεργοί αποκαλούνται «καλομαθημένοι και τεμπέληδες εργαζόμενοι» οι οποίοι απολαμβάνουν υψηλά προνόμια και μισθούς σε αντίθεση με τον υπόλοιπο λαό που παραμένει όμηρος των κινητοποιήσεων. Έτσι η προσοχή μεταφέρεται από την ουσία των διεκδικήσεων στα πρόσωπα.
Σε αυτό σημαντικό ρόλο παίζουν και τα μέσα ενημέρωσης τα οποία εστιάζουν σχεδόν αποκλειστικά στα πρόσωπα και όχι στις διεκδικήσεις. Οι περιπτώσεις διαφθοράς συνδικαλιστών προβάλλονται ενω οι θετικές αναφορές σχεδόν εκλείπουν. Όταν η Wal-mart με καθαρό ετήσιο κέρδος 16 δισεκατομύρια δολάρια και 1,3 εκατομμύρια εργαζομένους υποχρεώθηκε να συμμορφωθεί με τους νόμους και να αυξήσει το ωρομίσθιο των υπαλλήλων της απο 7 στα 9 δολάρια, αυτό έγινε ύστερα απο πολύμηνες διαμαρτυρίες και πορείες εργατών και αλληλέγγυων που ανήκαν σε τοπικά σωματεία. Ο ρόλος τους όμως ελάχιστα προβλήθηκε απο τα μέσα ενημέρωσης παρα τις εκτεταμένες αναφορές στην αύξηση που τελικά έδωσε η εταιρία.
Δυστυχώς όμως, δεν χρειάζεται να πάμε στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού καθώς παρόμοια περιστατικά στη χώρα μας αυξάνονται καθημερινά. Σε κάθε περίπτωση οι κατηγορούμενες εταιρίες ξεπλένονται απο τα μέσα ενημέρωσης με ακριβές δημόσιες σχέσεις και οι αυθαιρεσίες των εργοδοτών χάνονται ανάμεσα στις διαφημίσεις και τις προσφορές φτηνών απορρυπαντικών και iPhone.
Τον Αύγουστο, η πρόεδρος του Σωματείου Εργαζομένων στα Lidl Γεωργία Νέρη, κατήγγειλε ομαδικές απολύσεις και αυθαιρεσίες της διοίκησης η οποία δήλωνε εργαζομένους ως 4ωρους αλλά τους υποχρέωνε να δουλεύουν απλήρωτοι επιπλέον ώρες. Παρόμοιες καταγγελίες έχουν γίνει για την αλυσίδα ενδυμάτων H&M και τα πολυκαταστήματα Media Markt όπου εργαζόμενοι καταγγέλλουν τροποποιήσεις ατομικών συμβάσεων ώστε να απολύονται χωρίς αποζημίωση. Πρόσφατα τα Public, ύστερα από κινητοποιήσεις εργαζομένων και διαμαρτυρίες, υποχρεώθηκαν να πληρώσουν τα δεδουλευμένα στους υπαλλήλους, τους οποίους υποχρέωναν να εργάζονται 12ωρα και 6ημερο ενώ υπέγραφαν για πενθήμερο με 8 ώρες εργασίας την ημέρα. Χαρακτηριστικό είναι ότι ελάχιστα μέσα ενημέρωσης κάλυψαν το θέμα αυτό ενώ κατακλύζονταν απο διαφημίσεις της εν λόγω εταιρίας.
Μέσα στις γιορτές άλλωστε όλοι ακούσαμε για τον εργοδότη χωρίς όνομα, που υποχρέωσε τους υπαλλήλους του να επιστρέψουν το δωρο Χριστουγέννων και απέλυσε τους δύο εργαζόμενους που αρνήθηκαν να το κάνουν. Χρειάστηκαν δυναμικές κινητοποιήσεις για να δοθεί τελικά στην δημoσιότητα το όνομα του εργοδότη – πρόκειται για την αλυσίδα εστίασης Brothers in Law στη Λάρισα- και να επαναπροσληφθούν οι απολυμένοι.
Καθώς λοιπόν διανύουμε εποχές ιδιαίτερα δύσκολες για τα εργατικά δικαώματα και το εργατικό κίνημα, όχι μόνο στη χώρα μας αλλά και παγκοσμίως, ίσως πρέπει να αναρωτηθούμε ποιά στάση οφείλουμε να κρατήσουμε. Το σε ποια κατεύθυνση πάμε είναι πλέον ξεκάθαρο, άλλωστε δεν το κρύβουν ούτε οι εργοδότες πλέον. Ας μην ξεχνάμε ότι ο Σύλλογος Ελλήνων Βιομηχανών (ΣΕΒ) πρόσφατα ζήτησε ακόμα πιο σκληρή στάση απέναντι στο δικαίωμα της απεργίας απαιτώντας να «επανεξεταστεί συνολικά ο συνδικαλιστικός νόμος».
Μήπως ήρθε η στιγμή να βγούμε απο την γενική απάθεια;