Παρασκευή, 19 Απριλίου, 2024

Ανάκτηση κόστους κατά 65% προτείνει η μελέτη για νέα τιμολογιακή πολιτική του νερού σε Θεσσαλία και Μαγνησία

Ανάκτηση κόστους σε επίπεδο 65% για το Πήλιο και τον Αλμυρό με τη δημιουργία κατάλληλων υποδομών, προβλέπει η τιμολογιακή πολιτική της μελέτης αναθεώρηση του Σχεδίου Διαχείρισης Λεκανών Απορροής Ποταμών του Υδατικού Διαμερίσματος Θεσσαλίας που εκπόνησε το υπουργείο Περιβάλλοντος. Οι δημότες που καταναλώνουν κακής ποιότητας νερό, αλλά και οι αγρότες θα πρέπει να βάλουν βαθιά το χέρι στην τσέπη.

Ανάκτηση κόστους σε επίπεδο 65% για το Πήλιο και τον Αλμυρό με τη δημιουργία κατάλληλων υποδομών, προβλέπει η τιμολογιακή πολιτική της μελέτης αναθεώρηση του Σχεδίου Διαχείρισης Λεκανών Απορροής Ποταμών του Υδατικού Διαμερίσματος Θεσσαλίας που εκπόνησε το υπουργείο Περιβάλλοντος. Οι δημότες που καταναλώνουν κακής ποιότητας νερό, αλλά και οι αγρότες θα πρέπει να βάλουν βαθιά το χέρι στην τσέπη.

Το Σχέδιο Διαχείρισης που εστάλη και τέθηκε σε διαβούλευση από την Περιφέρεια αποτελεί έναν σταθμό στον οποίο καταγράφεται η πρόοδος που έχει επιτευχθεί για τη διαχείριση των υδάτων και ο προσανατολισμός των δράσεων του διαχειριστικού κύκλου.

Το σχέδιο θα συνεχίζει να συμπληρώνεται από τα δεδομένα που θα προκύψουν από το εφαρμοζόμενο πρόγραμμα παρακολούθησης των νερών έτσι ώστε να επικαιροποιηθούν οι στόχοι και τα αναγκαία μέτρα στο διαχειριστικό σχέδιο της επόμενης περιόδου. Μέσα από το σχέδιο απουσιάζει ο Αχελώος.

Τι κοστίζει το κακής ποιότητας νερό που καταναλώνουν οι πολίτες

Οι ΔΕΥΑ είναι κατά κανόνα οι μεγαλύτεροι πάροχοι με συνολική καταμετρούμενη στα υδρόμετρα ετήσια παροχή που φτάνει τα 48,7 εκ. m 3 και κυμαίνεται από 0,55 έως 12,0 εκ. m 3 νερού ανά ΔΕΥΑ, στη Θεσσαλία. Οι Δήμοι, αντίθετα, είναι μικρότεροι σε μέγεθος πάροχοι με συνολική καταμετρούμενη στα υδρόμετρα ετήσια παροχή που φτάνει τα 6,5 εκ. m 3 και κυμαίνεται από 0,02 έως 1,2 εκ. m 3 νερού ανά Δήμο. Οι συνολικές απολήψεις νερού για ύδρευση σε επίπεδο λεκάνης απορροής ανέρχονται σε 65,6 εκ m 3 ανά έτος για τη λεκάνη του Πηνειού και 22,6 εκ m 3 ανά έτος στη λεκάνη Αλμυρού – Πηλίου.

Το συνολικό χρηματοικονομικό κόστος της υπηρεσίας παροχής νερού ύδρευσης και υπηρεσίας αποχέτευσης και επεξεργασίας λυμάτων στο επίπεδο του Πηνειού εκτιμήθηκε σε 91 εκ. €. Η ανάκτηση του χρηματοοικονομικού κόστους της υπηρεσίας παροχής νερού ύδρευσης και υπηρεσίας αποχέτευσης και επεξεργασίας λυμάτων σε επίπεδο υδατικού διαμερίσματος ανέρχεται σε 63,3%, έσοδα 57,6 εκ € έναντι 91 εκ € του κόστους. Το μέσο σταθμισμένο χρηματοοικονομικό κόστος της υπηρεσίας στο υδατικό διαμέρισμα Θεσσαλίας διαμορφώνεται στα 1,65 €/m³ κατανάλωσης, το μέσο σταθμισμένο έσοδο στα 1,04 €/m³ κατανάλωσης.

Στη Λεκάνη Απορροής Αλμυρού – Πηλίου το συνολικό χρηματοοικονομικό κόστος είναι 23.175.776 ευρώ, τα συνολικά έσοδα 16.431.000 ευρώ και ανάκτηση σύμφωνα με τη μελέτη του χρηματοοικονομικού κόστους είναι 65,6%, με την προϋπόθεση εξασφάλισης καλής ποιότητας νερού για τους δημότες με αναγκαία έργα και αυτονόητα μέτρα προστασίας των νερών.

Η υπερεκμετάλλευση κατέστρεψε τον Πηνειό

Στη Θεσσαλία, σημαντικός αριθμός των υπογείων υδατικών συστημάτων βρίσκεται σε καθεστώς έντονης υπερεκμετάλλευσης που έχει συμβάλλει σε πολλές περιπτώσεις και στην ποιοτική υποβάθμισή τους. Πολλά επιφανειακά υδατικά συστήματα βρίσκονται επίσης σε καθεστώς υπερβολικής εκμετάλλευσης. Η υπερεκμετάλλευση αυτή αφορά σε απολήψεις κατά την αρδευτική περίοδο, η οποία, σε μεγάλο βαθμό, συμπίπτει και με την περίοδο χαμηλών παροχών των ποταμών. Ως αποτέλεσμα, παρατηρούνται εξαιρετικά χαμηλές έως σχεδόν μηδενικές, σε ορισμένες περιπτώσεις, θερινές παροχές σε ποτάμια, έτσι ώστε είναι αδύνατη η συντήρηση υγιών οικοσυστημάτων και γενικότερων περιβαλλοντικών απαιτήσεων.

Στις χαμηλές αυτές παροχές συμβάλλει και η υπερεκμετάλλευση των υπογείων νερών, δεδομένου ότι οι θερινές παροχές στα ποτάμια της λεκάνης του Πηνειού τροφοδοτούνται από εκφορτίσεις υπογείων συστημάτων.

Η αρδευτική κατανάλωση είναι μικρότερη από τη ζήτηση. Αιτία είναι το μεγάλο κόστος σε περιοχές όπου η άντληση πρέπει να γίνει από μεγάλα βάθη λόγω της μείωσης των υπόγειων αποθεμάτων. Το αποτέλεσμα είναι η μη άρδευση ή η ελλειμματική άρδευση παραγωγικών εκτάσεων.

Εκτιμάται ότι από τα υπόγεια συστήματα που βρίσκονται σε καθεστώς υπερεκμετάλλευσης αντλούνται ετησίως περί τα 120-150×106 m 3 από τα μόνιμα γεωλογικά αποθέματα.
Αθροιστικά, με βάση τα διαθέσιμα, μακροχρόνια στοιχεία παρακολούθησης της υπόγειας στάθμης εκτιμάται ότι έχουν αντληθεί περί τα 3 x 109m 3 (τρία δισεκατομμύρια) από τα μόνιμα αποθέματα των κύριων κοκκωδών υδροφοριών της λεκάνης του Πηνειού.
Γενικά, εκτιμάται ότι υπό τις σημερινές συνθήκες διαθεσιμότητας πόρων, δεν είναι δυνατόν να διατεθούν οι αναγκαίες ποσότητες νερού για την κάλυψη της αρδευτικής ζήτησης χωρίς μεγέθη απολήψεων επιφανειακών και υπόγειων νερών, τα οποία οδηγούν στην επιδείνωσή της.

Δεδομένων των παραπάνω προβλημάτων, ζητείται η εξέταση και νέων προτεινόμενων έργων μόνον εντός του Υδατικού Διαμερίσματος της Θεσσαλίας και συμπεριλαμβάνεται ομάδα μέτρων δομικών κατασκευών.

Το σημερινό καθεστώς εκμετάλλευσης των υδάτινων πόρων στη Θεσσαλία έχει οδηγήσει σε υπεραντλήσεις των υπογείων υδάτων, έτσι ώστε εκτός από τους ανανεώσιμους πόρους να μειώνονται και τα μόνιμα υπόγεια αποθέματα.

Στα …όρια η περιοχή της Κάρλας

Το Υδατικό Διαμέρισμα της Θεσσαλίας αντιμετωπίζει ποσοτικά προβλήματα, σε ένα σημαντικό αριθμό δέκα κυρίων υπογείων υδατικών συστημάτων. Στα συστήματα αυτά πραγματοποιούνται υπεραντλήσεις για πολλά χρόνια που έχουν ως αποτέλεσμα τη σταδιακή μείωση των μονίμων γεωλογικών αποθεμάτων της υπόγειας υδροφορίας. Σε κάποια μικρής έκτασης περιφερειακά καρστικά συστήματα τα υπόγεια αποθέματα έχουν ουσιαστικά φθάσει στα όρια της εξάντλησης των. Τα κύρια και εντονότερα προβλήματα, ως προς τις ποσότητες υπερεκμετάλλευσης, εντοπίζονται στα κοκκώδη υπόγεια υδατικά συστήματα της Νοτιοδυτικής Θεσσαλίας Λάρισας-Κάρλας, Ταουσάνης-Καλού Νερού Μακρυχωρίου-Συκουρίου.

Οι έντονες υπεραντλήσεις συνδέονται και με τη δυσκολία επαναπλήρωσης των αντλούμενων ποσοτήτων λόγω γεωλογικών αιτιών. Στο υπόγειο υδατικό σύστημα του κώνου Τιταρήσιου τα τελευταία χρόνια έχει επέλθει διατάραξη του ισοζυγίου και παρατηρείται μόνιμη διαχρονική πτώση στάθμης. Τοπικές υπεραντλήσεις παρατηρούνται επίσης και στο κοκκώδες σύστημα της Ξυνιάδος.

Στην περίπτωση του κοκκώδους υπόγειου υδατικού συστήματος Αλμυρού, η υπερεκμετάλλευση συνοδεύεται από έντονη υφαλμύρινση λόγω θαλάσσιας διείσδυσης σε μεγάλη απόσταση από την ακτή. Οι έντονες υπεραντλήσεις συνδέονται και με τη δυσκολία επαναπλήρωσης των αντλούμενων ποσοτήτων λόγω γεωλογικών αιτιών. Είναι ιδιαίτερα δύσκολη και μακροχρόνια την επαναπλήρωση των αντλούμενων ποσοτήτων από τα μόνιμα αποθέματα. Η ιδιομορφία των υπεραντλήσεων στα κοκκώδη υπόγεια υδατικά συστήματα της πεδιάδας της Θεσσαλίας είναι ότι σε κάποια από αυτά αντλούνται, σε απόλυτο αριθμό, ποσότητες μεγαλύτερες από την εκτιμώμενη ετήσια τροφοδοσία τους. Πέραν των κοκκωδών υπογείων υδατικών συστημάτων, υπεραντλήσεις πραγματοποιούνται και στα μικρά καρστικά υδροφόρα συστήματα στην περίμετρο της κύριας πεδινής έκτασης. Από τα συστήματα που βρίσκονται σε καθεστώς υπερεκμετάλλευσης αντλούνται ετησίως περί τα 120-150x106m 3 από τα μόνιμα γεωλογικά αποθέματα.

Όσον αφορά προβλήματα επάρκειας και ποιότητας του πόσιμου νερού στο Υδατικό Διαμέρισμα Θεσσαλίας, τα βασικά προβλήματα εντοπίζονται σε τεχνικά, οργανωτικά και οικονομικά προβλήματα, προβλήματα επάρκειας των υδάτινων πόρων, καθώς και ποιοτικά προβλήματα λόγω χημικής επιβάρυνσης των υπόγειων υδροφορέων.

Στο υδατικό διαμέρισμα μεγάλοι Δήμοι δεν καλύπτουν σήμερα τις ανάγκες τους με νερό ύδρευσης καλής ποιότητας (Δήμοι Βόλου και Ν. Ιωνίας) ή τις καλύπτουν μεν σήμερα, αλλά αρχίζει να διαφαίνεται πρόβλημα στο μέλλον (Δήμος Λάρισας), σύμφωνα με τη μελέτη. Επίσης και άλλοι Δήμοι στις πεδινές περιοχές της Ανατολικής και της Δυτικής Θεσσαλικής πεδιάδας συναντούν ποιοτικά προβλήματα στην κάλυψη των αναγκών τους. Αστοχίες έχουν καταγραφεί στις παραμέτρους θολότητας (στις περιοχές Αγχιάλου και Βόλου) όπου καταγράφεται η αναγκαιότητα μεσοπρόθεσμων δράσεων αποκατάστασης των αστοχιών, του σιδήρου (Βόλος) των χλωριόντων (Αγριά, Αγχίαλος, Βόλος) και του υδραργύρου (Αγριά) για τα οποία αναφέρεται η αναγκαιότητα αναβάθμισης της παρεχόμενης επεξεργασίας ή και αντικατάστασης της πηγής υδροδότησης.

Κατερίνα Τασσοπούλου

ΠΗΓΗ: e-thessalia.gr

Τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν τις απόψεις των συγγραφέων τους

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΣΤΗΝ ΙΔΙΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ