ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΗ ΚΙΝΗΣΗ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ ΕΥΔΑΠ
ΑΓΩΝΑΣ – ΔΡΑΣΗ – ΕΝΟΤΗΤΑ
Αθήνα 3 Δεκεμβρίου 2018
ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ
ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΙΚΗ ΣΣΕ
Αγαπητοί συνάδελφοι,
Στη Συνεδρίαση της Ομοσπονδίας την 26η Νοεμβρίου 2018, συζητήθηκαν όλα τα θέματα για τη Συμπληρωματική Συλλογική Σύμβαση. Δυστυχώς κανένα από τα αιτήματα των εργαζομένων δεν ικανοποιείται, όπως:
● Επαναφορά των μισθολογικών ωριμάνσεων (τριετίες)
● Μισθολογική εξέλιξη όλου του προσωπικού
● Κάλυψη εξόδων μετακίνησης του προσωπικού (για την οποία υπήρχε και ρητή διαβεβαίωση)
● Ένταξη στο τακτικό προσωπικό της ΕΥΔΑΠ των Τεχνικών Ασφαλείας, Μηχανικών, οι Ιατρών της Υγειονομικής Υπηρεσίας και Υδρονομέων
Η μόνη απόφαση που πάρθηκε, εσπευσμένα χωρίς προηγουμένως να έχουν ερωτηθεί και να έχουν αποφασίσει τα Σωματεία και χωρίς να έχουν κατατεθεί αναλυτικά στοιχεία και διευκρινίσεις, ήταν για την ενσωμάτωση της ΑΤΑ, όπου ορισμένοι σπεύδουν να πανηγυρίσουν, δυστυχώς χωρίς να γνωρίζουν τις λεπτομέρειες του θέματος.
Στο πόρισμα της επιτροπής, το οποίο παραθέτουμε στο τέλος της παρούσας ανακοίνωσης, πάνω στο οποίο συνεδρίαζε η ΟΜΕ για πάνω από 6 ώρες, αναγράφονται ξεκάθαρα όλες οι επιπτώσεις που θα έχει η ενσωμάτωση της ΑΤΑ.
Το πόρισμα αναφέρει μεταξύ άλλων: “…η ωφέλεια που θα προκύψει θα πρέπει να διανεμηθεί αναλογικά σε όλους τους εργαζομένους, όπως αρμόζει σε συλλογικές διαδικασίες, ώστε να μη δημιουργηθούν δυσαρέσκειες σε μερίδες των εργαζομένων, που εκ των υστέρων οδηγήσουν στην αμφισβήτηση των ρυθμίσεων. Ακόμη, πρέπει να γίνει δεκτό ότι θα σταματήσει η χορήγηση διατακτικών τροφής, που σημειώνουμε ότι δεν υπόκεινται σε φορολόγηση, και δεν θα υπάρχει πλέον περιθώριο διορθωτικής διανομής τυχόν πλεονάσματος στο τέλος των ετών.” Ξεκαθαρίζει επίσης, ότι η ΑΤΑ από το 1990 “…κατέστη μισθός, δηλαδή ουσιώδης όρος των ατομικών συμβάσεων εργασίας” και άρα οι απειλές ότι μπορεί να χαθεί είναι εντελώς αβάσιμες.
Για να είμαστε πιο σαφείς όμως ξεκαθαρίζουμε ότι με την ενσωμάτωση της ΑΤΑ:
1. Καταργούνται δια παντός οι διατακτικές τροφής. Τα τελευταία κουπόνια που θα πάρουν οι εργαζόμενοι θα είναι αυτά του Δεκεμβρίου 2018, καθώς από 01.01.2019, τα κουπόνια θα αποτελούν οριστικά παρελθόν.
2. Τα κουπόνια, όπως αναφέρει και το πόρισμα, είναι εντελώς αφορολόγητο εισόδημα, ενώ το ποσό που θα ενσωματωθεί από την ΑΤΑ είναι πλήρως φορολογητέο. Μετά και την επικείμενη μείωση και του αφορολόγητου, οι συνάδελφοί μας θα φτάσουν σε δυσβάσταχτους φορολογικούς συντελεστές, όπου η φορολογία θα φτάνει από 50%-65%, άρα θα υπάρξουν μειώσεις και όχι αυξήσεις στους μισθούς
3. Χάνονται οι αναλογίες δώρων για μισθούς έως 3000 ευρώ για 500 συναδέλφους
4. Το ποσό που θα δοθεί από την ΑΤΑ, όχι μόνο δε θα διανεμηθεί αναλογικά, αλλά η κατανομή του θα είναι τόσο άνιση, που οι μισθολογικές διαφορές ανάμεσα στο προσωπικό θα είναι χαοτικές, καθώς θα υπάρχουν συνάδελφοι που θα λάβουν από 0-500 ευρώ και άλλοι που θα λάβουν από 7500 – 8000 ευρώ.
5. Όλοι οι συνάδελφοί μας μέσω εργολάβου και οι συμβασιούχοι,που είναι ήδη χαμηλά αμειβόμενοι, θα χάσουν και τα ελάχιστα κουπόνια που λαμβάνουν.
Για όλους τους παραπάνω λόγους είμαστε αντίθετοι με την ενσωμάτωση της ΑΤΑ με τον τρόπο που επιχειρείται να γίνει, καθώς πιστεύουμε ότι το μόνο που καταφέρνουν κάποιοι, είναι να κοιτάξουν ως συνήθως μόνο τους εαυτούς τους και όχι το σύνολο των συναδέλφων, και να αποπροσανατολίσουν εσκεμμένα τους εργαζόμενους από τα υπόλοιπα σημαντικά αιτήματα της Συλλογικής Σύμβασης, που κανένα από αυτά δεν επιλύεται.
Να θυμίσουμε επίσης ότι όπως αναφέρει και το Πόρισμα, οι μνημονιακές ρυθμίσεις του Ν. 4024/2011 λήγουν στις 31.12.2018 και άρα όλοι οι μισθοί θα πρέπει να επανέλθουν, από 01.01.2019. Προς τι λοιπόν τέτοια βιασύνη; Μήπως κάποιοι προσπαθούν να μας εγκλωβίσουν στις μνημονιακές ρυθμίσεις και να μας δεσμεύσουν με την υποχρέωση περιορισμού του μισθολογικού κόστους κατά 35% για τα επόμενα χρόνια;
Οι γνωστοί ανυπότακτοι συνοδοιπόροι, ΣΕΚΕΣ, ΠΑΣΚΕ και“ΔΑΚΕ”, καταψήφισαν την αρχική Σύμβαση, που εξασφάλιζε όλες τις θέσεις εργασίας και τους μισθούς, κατοχυρώνοντας όλες τις προηγούμενες ΣΣΕ και τις αποφάσεις ΔΣ, και απέτρεψε τις απολύσεις συναδέλφων και τις ατομικές Συμβάσεις. Στηρίζουν όμως ένθερμα τη Συμπληρωματική της αρχικής Σύμβασης, που όχι μόνο δε λύνει κανένα πρόβλημα των συναδέλφων, αλλά τους οδηγεί σε μειώσεις μισθών, μισθολογική ανισότητα και άδικες προστριβές. Βρίσκονται σε πλήρη σύγχυση λόγω της ανακολουθίας τους και αυτό πλέον είναι προφανές. Δυστυχώς με τη στάση τους βάζουν ταφόπλακα στις διεκδικήσεις των συναδέλφων και τους οδηγούν σε περιπέτειες.
Πιστεύουμε ότι ήρθε η στιγμή οι ίδιοι οι εργαζόμενοι να αποφασίσουν για το αν πραγματικά θέλουν ή όχι να γίνουν για άλλη μια φορά θύματα στα παιχνίδια κάποιων και σε απερίσκεπτες και βιαστικές αποφάσεις.
Οι εργαζόμενοι είναι αυτοί που θα πρέπει να δώσουν την τελική απάντηση!
ΓΙΑ ΤΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΑΚΕ
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ
ΑΓΓΕΛΑΚΗΣ ΜΑΝΩΛΗΣ
Ο ΓΕΝ. ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΚΙΟΣΗΣ ΧΡΗΣΤΟΣ
Προς ενημέρωσή σας, ακολουθεί όλο το Πόρισμα της Επιτροπής
Ε Κ Θ Ε Σ Η Α Π Ο Ψ Ε Ω Ν Ε Π Ι Τ Ρ Ο Π Η Σ
Με την Απόφαση υπ’ αριθ. 77 (ορθή επανάληψη 5/9/2018) του Διευθύνοντα Συμβούλου, κ. Ι. Μπενίση, συστάθηκε Ειδική Επιτροπή και ορίσθηκαν τα μέλη της, για τη διαμόρφωση προτάσεων επί των θεμάτων που, λόγω στενότητας χρόνου, δεν μπόρεσε να αντιμετωπίσει η ΕΣΣΕ 2018 και συγκεκριμένα :
1. Την μισθολογική εξέλιξη όλου του προσωπικού.
2. Την ενσωμάτωση της χορηγούμενης τιμαριθμικής προσαρμογής στους βασικούς μισθούς.
3. Την δυνατότητα επαναφοράς των μισθολογικών ωριμάνσεων (τριετίες).
4. Τα θέματα των τεχνικών ασφαλείας και των απασχολούμενων στην Υγειονομική Υπηρεσία ιατρών.
5. Σύστημα μέσω του οποίου να καλύπτονται τα έξοδα μετακίνησης των εργαζομένων.
ΓΕΝΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ
Παρά την δεδηλωμένη και καταγεγραμμένη αμφισβήτηση και άρνηση του συνδικαλιστικού κινήματος προς το νομικό πλαίσιο που περιορίζει τα μισθολογικά δικαιώματα των εργαζομένων, η Επιτροπή, ελλείψει διαφορετικής νομοθετικής ή δικαστικής εξέλιξης, οφείλει να κινηθεί εντός του πλαισίου αυτού, το οποίο περιλαμβάνει, πάντα υπό την παραπάνω επιφύλαξη του συνδικαλιστικού κινήματος, την υποχρέωση περιορισμού του μισθολογικού κόστους κατά 35 %, που ισχύει μέχρι τις 31/12/2018 σύμφωνα με τις διατάξεις των παραγράφων 5 & 6 του άρθρου 31 ν. 4024/201. Οι συνέπειες αυτής της παραδοχής θα εκτεθούν στα οικεία κεφάλαια της παρούσας.
Ιδιαίτερα απασχόλησε την Επιτροπή και το ζήτημα της έννοιας του “μισθολογικού κόστους”, στο οποίο η κείμενη νομοθεσία κατ’ αρχήν εντάσσει “πάσης φύσεως παροχές” που καταβάλλει ο εργοδότης στους μισθωτούς του επ’ ευκαιρία της εργασιακής σχέσης, εξαιρώντας κατόπιν με ειδικώτερα νομοθετήματα, επιμέρους παροχές από την έννοια αυτή, κυρίως ως προς την φορολογική τους αντιμετώπιση.
Τέλος, επειδή τα θέματα αυτά είναι ήδη επίδικα ή μπορεί να καταστούν τέτοια, οι νομικές θέσεις εκτέθηκαν σε αδρές γραμμές και όχι αναλυτικά, όπως αρμόζει μόνο σε προτάσεις ενώπιον δικαστηρίων.
Κατά τις αλλεπάλληλες συνεδριάσεις της Επιτροπής διαμορφώθηκαν οι εξής προτάσεις :
1. Μισθολογική εξέλιξη όλου του προσωπικού.
Οι απόψεις των μελών της Επιτροπής εκ μέρους της Εταιρείας, τις οποίες δεν συμμερίζονται οι εκπρόσωποι των εργαζομένων, είναι ότι σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 4 της ΠΥΣ 6/2012 η ισχύς διατάξεων νόμων (π.χ. Κανονισμού Προσωπικού ΕΥΔΑΠ), κανονιστικών πράξεων και Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας, που προβλέπουν αυξήσεις μισθών ή ημερομισθίων, αναστέλλεται μέχρι το ποσοστό ανεργίας να πέσει κάτω από το 10%. Κατά συνέπεια, τέτοιες θεσμοθετημένες αυξήσεις στερούνται νομικής βάσης κι αν χορηγηθούν θα είναι παράνομες.
Ειδικότερα, ως προς τις αυξήσεις των ημερομισθίων του Εργατοτεχνικού Προσωπικού κατά 10 %, που στηρίζονται στην Απόφαση του ΔΣ/ΕΥΔΑΠ 8609/1993 οι απόψεις των παραπάνω είναι ότι :
Η Απόφαση αυτή όρισε ότι στις Κατηγορίες ΕΤ1 και ΕΤ2 χορηγείται μία επιπλέον μισθολογική προαγωγή εκ 10% από 1.1.1994 και ότι η σχετική δαπάνη θα αφαιρεθεί από το ποσό που θα εγκριθεί για την επόμενη ΕΣΣΕ. Είναι φανερό, επομένως, ότι η εν λόγω ρύθμιση αφορούσε το προσωπικό των κατηγοριών αυτών που υπηρετούσε στην Εταιρεία κατά τον χρόνο λήψης της Απόφασης, δηλ. στις 29/9/1993. Σημειώνεται ακόμη ότι ΟΛΕΣ οι δικαστικές αποφάσεις που έχουν εκδοθεί μέχρι σήμερα, αφορούν αποκλειστικά και ανεξαίρετα μόνο εργατοτεχνίτες που υπηρετούσαν τότε. Απολύτως ΚΑΜΙΑ δικαστική απόφαση, ούτε καν πρωτόδικη, δεν έχει εκδοθεί σχετικά με εργατοτεχνίτες προσληφθέντες μετά την ημερομηνία αυτή.
Παρ’ όλα αυτά, στον συμβιβασμό των εκκρεμών εργατικών υποθέσεων που διενεργήθηκε το 2014, συμπεριλήφθηκαν και οι νεότεροι εργατοτεχνίτες. Αυτό έγινε, όπως έχει καταγραφεί, αποκλειστικά και μόνο στο πλαίσιο του συμβιβασμού, κατά τον οποίο και τα δύο μέρη, προκειμένου να αποκατασταθεί η εργασιακή ειρήνη, να πάψουν και να αρθούν οι διεκδικήσεις των εργαζομένων, να απαλλαγεί το κεφάλαιο της Εταιρείας από υψηλές προβλέψεις, έκαναν υποχωρήσεις από τις θέσεις τους, παραιτήσεις από μέρος των δικαιωμάτων τους και παραδοχές που ενδεχομένως εκτός συμβιβαστικής διαδικασίας δεν θα υιοθετούσαν. Με αυτό το πνεύμα καταβλήθηκαν από την Εταιρεία εφάπαξ ποσά και έγιναν από τους εργαζόμενους παραιτήσεις από δικαιώματα. Επισημάνθηκε στην Επιτροπή ότι σε περίπτωση αμφισβήτησης εκ μέρους των μισθωτών κάποιου κεφαλαίου του Συμβιβασμού εκείνου, παρέχεται το ίδιο δικαίωμα και στην Εταιρεία, η οποία ευλόγως θα αναζητήσει ό,τι κατέβαλε χωρίς νόμιμη αιτία.
Κατά συνέπεια στο θέμα αυτό δεν προέκυψε συμφωνία.
2. Ενσωμάτωση της χορηγούμενης τιμαριθμικής προσαρμογής στους βασικούς μισθούς.
Η τελευταία ρύθμιση της αυτόματης τιμαριθμικής αναπροσαρμογής σε επιχειρησιακό επίπεδο, έγινε με την ΕΣΣΕ 1990. Έκτοτε η Εταιρεία εξακολούθησε να καταβάλλει σταθερά, αδιάλλειπτα, ομοιόμορφα, οικειοθελώς και χωρίς νομική υποχρέωση, την παροχή αυτή σε όλους τους εργαζομένους της, ώστε αυτή κατέστη μισθός, δηλαδή ουσιώδης όρος των ατομικών συμβάσεων εργασίας.
Προκειμένου να τακτοποιηθεί και τυπικά το ζήτημα αυτό, η Υπηρεσία Μισθολογίου εξέτασε πληθώρα σεναρίων που έπρεπε να τηρούν την αυστηρή προϋπόθεση της διατήρησης του ύψους του εν γένει μισθολογικού κόστους . Η ενσωμάτωση της παροχής αυτής στους βασικούς μισθούς συνεπάγεται την αύξησή τους. Είναι γνωστό ότι οι βασικοί μισθοί αποτελούν την βάση υπολογισμού όλων των λοιπών παροχών. Έπρεπε λοιπόν η Υπ. Μισθολογίου να πετύχει την ενσωμάτωση αυτή, χωρίς το τελικό αποτέλεσμα του συνολικού μισθολογικού κόστους να υπερβεί το όριο του 65 % ενώ συγχρόνως δεν έπρεπε να προκαλούνται σημαντικές αυξομοιώσεις στις τελικές πραγματικές αποδοχές κάθε εργαζόμενου.
Σε κάθε περίπτωση έγινε δεκτό ότι η υλοποίηση αυτού του σχεδίου προϋποθέτει τρεις παραδοχές : α) ότι θα συνεχίσουν να συντρέχουν όλες εκείνες οι συνθήκες, μερικές από τις οποίες εξαρτώνται και από εξωεταιρικούς παράγοντες, που διαμορφώνουν το ύψος του μισθολογίου σ’ αυτά τα επίπεδα, β) ότι θα συνοδευτεί από ρητές και κατηγορηματικές δεσμεύσεις των μερών, διότι θα παρατηρηθούν αξιοπρόσεκτες μεταβολές στο ύψος των χορηγούμενων επιδομάτων, προκειμένου να διατηρηθεί το ύψος του μισθολογικού κόστους και γ) ότι η ωφέλεια που θα προκύψει θα πρέπει να διανεμηθεί αναλογικά σε όλους τους εργαζομένους, όπως αρμόζει σε συλλογικές διαδικασίες, ώστε να μη δημιουργηθούν δυσαρέσκειες σε μερίδες των εργαζομένων, που εκ των υστέρων οδηγήσουν στην αμισβήτηση των ρυθμίσεων.
Ακόμη, πρέπει να γίνει δεκτό ότι θα σταματήσει η χορήγηση διατακτικών τροφής, που σημειώνουμε ότι δεν υπόκεινται σε φορολόγηση, και δεν θα υπάρχει πλέον περιθώριο διορθωτικής διανομής τυχόν πλεονάσματος στο τέλος των ετών.
Ένα από τα σενάρια που παρουσιάσθηκαν φάνηκε να εξυπηρετεί καλύτερα αυτούς του σκοπούς και τις προϋποθέσεις.
3. Δυνατότητα επαναφοράς των μισθολογικών ωριμάνσεων (τριετίες).
Στο θέμα αυτό εκτέθηκαν από την Δ/νση Νομικών Υπηρεσιών οι ίδιες επιφυλάξεις που ισχύουν και για το πρώτο θέμα : οι διατάξεις του Κανονισμού Προσωπικού και των ΣΣΕ, που προβλέπουν μισθολογικές αυξήσεις, αναστέλλονται με το άρθρο 4 της ΠΥΣ 6/2012, που έχει κριθεί συνταγματική από τα δικαστήρια, μέχρι το ποσοστό της ανεργίας να πέσει κάτω από το 10%.
Διαφάνηκε, όμως, ότι σε κάθε περίπτωση η υλοποίηση του αιτήματος αυτού, όσο διαρκεί η υποχρέωση διατήρησης του μισθολογικού κόστους στο 65 %, δεν θα είχε πραγματικά αποτελέσματα στις αποδοχές των εργαζομένων. Αυτό διότι η αύξηση που τυχόν θα απέφερε το πρώτο έτος η μισθολογική προαγωγή ενός εργαζομένου, θα εξανεμιζόταν τα επόμενα δύο έτη από τις μισθολογικές προαγωγές των λοιπών, μέχρι να κλείσει ο κύκλος κάθε τριετίας κ.ο.κ.
4. Θέματα των τεχνικών ασφαλείας και των απασχολούμενων στην Υγειονομική Υπηρεσία ιατρών.
Το θέμα αυτό είναι καθαρά νομικό, γι’ αυτό διερευνήθηκε εκτεταμένα το ισχύον νομικό πλαίσιο. Αυτό αποτελείται κυρίως από τις ακόλουθες διατάξεις :
α) Νόμος 2190/1994. Το άρθρο 21 αναφέρει τις περιπτώσεις κατά τις οποίες επιτρέπεται η σύναψη συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, την επιτρεπτή διάρκειά τους, την διαδικασία σύναψής τους και την ακυρότητα της παράτασης, ανανέωσης ή μετατροπής τους σε αορίστου χρόνου. Ακόμη αναφέρει (παρ/φοι 4 & 5 ) τις αστικές, ποινικές και πειθαρχικές συνέπειες των αρμοδίων οργάνων που παραβαίνουν τις διατάξεις αυτές.
β) άρθρο 103 Συντάγματος : Με την αναθεώρηση του Συντάγματος του 2001, προστέθηκαν στο άρθρο αυτό οι παρ/φοι 7 & 8, οι οποίες στην ουσία συνταγματοποιούν τις διατάξεις του ν. 2190/1994. Πέραν των προϋποθέσεων προσλήψεως, χρονικής διάρκειας των συμβάσεων εργασίας, διαδικαστικών κανόνων κ.α., απαγορεύουν αφενός την μονιμοποίηση και τη μετατροπή σε αορίστου χρόνου (γενικά) των συμβάσεων ορισμένου χρόνου και έργου ενώ επιβάλλουν την υπαγωγή στον έλεγχο ανεξάρτητης αρχής (ΑΣΕΠ) όλων των συμβάσεων προσλήψεως.
Τέλος διατυπώθηκε ακόμη η αμφιβολία του κατά πόσον μπορεί το ζήτημα αυτό να επιλυθεί στο πλαίσιο ΣΣΕ, αφού το προσωπικό αυτών των κατηγοριών, ως μη τακτικό, δεν εκπροσωπείται συνδικαλιστικά στο δευτεροβάθμιο επίπεδο.
Αναζητήθηκαν κι άλλες λύσεις, ακόμη και στο πλαίσιο των διαδικασιών προμηθειών κ.α., όμως σε όλες ανέκυπταν νομικά προβλήματα που εμπόδιζαν την υλοποίηση του αιτήματος, έτσι ώστε δεν έγινε δυνατή η διατύπωση πρότασης.
5. Σύστημα μέσω του οποίου να καλύπτονται τα έξοδα μετακίνησης των εργαζομένων.
Δεδομένου ότι εξ αρχής η βούληση της Διοίκησης ήταν απολύτως θετική για την ικανοποίηση του αιτήματος καταβολής σε κάθε εργαζόμενο, χωρίς άλλες προϋποθέσεις, μηνιαίως σταθερού ποσού ως έξοδα μετακίνησης, το μόνο κρίσιμο θέμα που έμενε να διερευνηθεί, πέρα από τον πρακτικό τρόπο υλοποίησης και εφαρμογής, ήταν η φορολογική αντιμετώπιση της παροχής αυτής, από την οποία θα εξαρτηθεί κατά πόσον τελικά είναι ουσιαστικά επωφελής για τους εργαζόμενους ή όχι.
Διαπιστώθηκε λοιπόν ότι το Κράτος θεωρεί πως το ποσόν αυτό όχι μόνο περιλαμβάνεται στο μισθολογικό κόστος της Εταιρείας (γεγονός που επηρεάζει αρνητικά για τους εργαζόμενους την καταβολή διατακτικών τροφής αλλά και το τελικά διανεμητέο όφελος) αλλά ακόμη ότι φορολογείται κανονικά ως εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες.
Η συνάρτηση αυτών των δύο συνεπειών δημιουργεί πρόδηλα ερωτήματα και αμφιβολίες περί του επωφελούς της παροχής.